της Ρένας Χόπλαρου
(από τη στήλη "Τ' αυτονόητα", εφ. Πολίτης)
(από τη στήλη "Τ' αυτονόητα", εφ. Πολίτης)
Ο Εμιράχ ήρθε στην Κύπρο όταν ήταν δέκα ετών. Έχει ως τώρα ζήσει σε άλλες τρεις χώρες. Μιλάει αραβικά, γαλλικά, ρουμάνικα, ρομά και ελληνικά. Στην αρχή τον κοιτούσα με δέος. Δεν μπορούσα ακριβώς να τον κατατάξω, να τον κατανοήσω. Στη συνέχεια και όσο πιο πολύ γνωριζόμασταν έγινε το παράδειγμά που με βοήθησε να κατανοήσω τις ταυτότητες που τέμνουν και διαπερνούν τα φυσικά σύνορα των εθνών – κρατών. Πρόκειται για ανθρώπους που ενώ διατηρούν στενούς δεσμούς με τον τόπο καταγωγής τους και τις παραδόσεις τους, γνωρίζουν ότι δε θα γυρίσουν ποτέ πίσω, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν. Φέρουν πάνω τους τα ίχνη του ιδιαίτερου πολιτισμού τους, των παραδόσεων, της γλώσσας και της ιστορίας με τα οποία διαμορφώθηκαν. Ταυτόχρονα όμως οι ταυτότητες τους αποτελούν προϊόν αλληλοεμπλεκόμενων ιστοριών και πολιτισμών. Ανήκουν ταυτόχρονα σε πολλές πατρίδες και σε καμιά ιδιαίτερα. Άλλοι μελαγχολούν με αυτό και άλλοι το γιορτάζουν. Καμιά φορά συμβαίνουν και τα δύο.
Η παρουσία του Εμιράχ με έσπρωξε να ξαναδιαβάσω μετανάστες συγγραφείς όπως ο Γαλλοτσέχος Μίλαν Κούντερα και ο Βρετανοινδός Σαλμάν Ρούσντι. Μετανάστες συγγραφείς όπως αυτοί ανήκουν ταυτόχρονα σε δύο κόσμους. Έχουν γεννηθεί στο σταυροδρόμι του κόσμου. Είναι άνθρωποι «μεταφερόμενοι» (Ρούσντι, 1991). Πρέπει να μάθουν να συμβιώνουν με τουλάχιστον δύο ταυτότητες, να ομιλούν δύο πολιτισμικές γλώσσες, να μεταφράζουν και να διαπραγματεύονται ανάμεσά τους. Ανήκουν στους πολιτισμούς του «υβριδισμού», μιας έννοιας που παράγει καινοφανή είδη ταυτότητας την εποχή της ύστερης νεωτερικότητας.
Για παράδειγμα, σε ένα από τα πολύ αγαπημένα μου βιβλία, την «Άγνοια» (2000), ο Κούντερα ασχολείται με το πρόβλημα των αυτοεξορίστων, των πολιτικών προσφύγων κυρίως από τις ανατολικές χώρες, που άφησαν τον τόπο τους χωρίς προοπτική επιστροφής. Αυτοί οι άνθρωποι έπρεπε να ενταχθούν στην καινούργια τους πατρίδα. Όταν έπειτα από πολλά χρόνια έπαψαν να υπάρχουν όσα τους έδιωξαν από τον τόπο τους, διαπίστωσαν ότι ήταν περίπου ανεπιθύμητοι εκεί: στα χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, όσοι έμειναν πίσω -κι όσοι έφυγαν- ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο, διαμορφώθηκαν μέσα από άλλα βιώματα. Οι αυτοεξόριστοι ήταν πια άνθρωποι με αναφορά σε δύο χώρες, αλλά σε καμία πλέον πατρίδα. Για αυτό και ο Κούντερα γράφει «…Δε θα καταλάβουμε τίποτα από την ανθρώπινη ζωή αν επιμένουμε να παρακάμπτουμε το πρώτο από όλα τα αυτονόητα: μια πραγματικότητα έτσι όπως ήταν τότε που ήταν, δεν είναι πια. Αδύνατον να ανασυσταθεί... ». Ο Κούντερα με αυτό το μελαγχολικό μυθιστόρημα ουσιαστικά μάς λέει πως η επιστροφή στη γενέθλια γη, στη γενέθλια ταυτότητα, είναι ανέφικτη. Νομίζω ότι το διακρίνω αυτό στα μάτια του Εμιράχ μερικές φορές. Είναι αδύνατον επίσης να αποφύγει κανείς τον παραλληλισμό σε σχέση με τη δική μας προσφυγιά, Εκ και Τκ και την ανέφικτη επιστροφή στο χώρο και το χρόνο της πατρίδας μας.
Η διάθεση αλλάζει με το Σαλμάν Ρούσντι που διαπραγματεύεται λίγο πολύ το ίδιο θέμα. Ο Ρούστνι, ισχυρίζεται ότι η ανάμειξη από διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις είναι εξαιρετική πηγή δημιουργίας. Οι νέες μορφές ταυτοτήτων είναι πιο κατάλληλες για την ύστερη νεωτερικότητα σε σύγκριση με τις οχυρωμένες εθνικές ταυτότητες. Το μυθιστόρημα του «Οι σατανικοί στίχοι» (1988) διαπραγματεύεται τη μετανάστευση, τον ισλαμικό πολιτισμό και τον προφήτη Μωάμεθ με την κοσμική, διαπεραστική ματιά ενός εξόριστου ανθρώπου που έχει «μεταφερθεί». Το βιβλίο αυτό προσέβαλε τόσο τους ιρανούς φονταμενταλιστές ώστε ψήφισαν τη θανατική καταδίκη του συγγραφέα για βλασφημία. Υπερασπιζόμενος το μυθιστόρημά του ο Ρούσντι πρόσφερε μια ισχυρή και πειστική υπεράσπιση του υβριδισμού: «Όσοι σήμερα αντιτίθενται στο μυθιστόρημα θεωρούν ότι η σύμμειξη με διαφορετικούς πολιτισμούς θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην εξασθένηση και στην καταστροφή του δικού τους. Εγώ διαφωνώ ριζικά. Στο βιβλίο μου γιορτάζω τον υβριδισμό, το «μη καθαρό», το μετασχηματισμό που προκύπτει από νέους και απρόσμενους συνδυασμούς ανθρώπων, πολιτισμών, ιδεών, πολιτικής, κινηματογράφου και τραγουδιών. Χαίρομαι με τη μιγαδοποίηση και φοβάμαι τον απολυταρχισμό του «αγνού». Το ανακάτεμα, το λίγο από δω και λίγο από κει, είναι που ανανεώνουν τον κόσμο. Αυτή είναι η μεγάλη δυνατότητα που παρέχει στον κόσμο η μαζική μετανάστευση κι εγώ προσπάθησα να την αγκαλιάσω» (Ρούσντι, 1991, σελ. 394).
Σε πείσμα του υβριδισμού και της ποικιλομορφίας, στην ίδια γειτονιά που ζει ο Εμιράχ, στη Φανερωμένη, γίνονται εξίσου σημαντικές προσπάθειες που τραβάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ζητούν την ανασυγκρότηση «εξαγνισμένων» ταυτοτήτων, το «κλείσιμο», την παράδοση. Οι αδύναμες μεταναστευτικές πολιτικές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην αναγέννηση του εθνικισμού που τροφοδοτείται από τις ιδέες της φυλετικής καθαρότητας και του θρησκευτικού φανατισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου