08/2/2009
"¨Πολίτης"
Παύλου Παύλου
Προκαταρκτικές διευκρινίσεις
* Το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα είναι κατά παρόμοιο με τον ελληνικό τρόπο έντονα ανταγωνιστικό, με το βλέμμα μονίμως στραμμένο στις εξετάσεις για τα ΑΕΙ στο τέλος του Λυκείου. Γι' αυτό ίσως το λόγο αποτυγχάνουν συνήθως τα πολυδάπανα προγράμματα στήριξης και ειδικής αγωγής. * Κατά τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται σταδιακή απόκλιση από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: Εισάγονται νέοι θεσμοί και νέα διδακτικά αντικείμενα στη βάση της διεθνούς εμπειρίας, ανεξάρτητα από την αντίστοιχη πορεία του ελληνικού σχολείου. Τα σχολικά εγχειρίδια είναι κατά 70% περίπου αυτά που αποστέλλονται από τον ΟΕΔΒ (στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το ποσοστό είναι αρκετά μικρότερο), και το υπόλοιπο ποσοστό είναι παραγωγή της κυπριακής ΥΑΠ ή των επιγόνων ομάδων εργασίας.
* Στο μάθημα της Ιστορίας, το πιο πάνω ποσοστό, μ' ένα πρόχειρο υπολογισμό φαίνεται να αντιστοιχεί τόσο στα εγχειρίδια, όσο και στην έμφαση στην Κυπριακή (30%), Ελληνική (50%) και Ευρωπαϊκή-Παγκόσμια (20%) Ιστορία. Η αντιστοίχηση βέβαια δεν είναι ευθεία: Η διαφορετική δομή του αναλυτικού προγράμματος (ιδιαίτερα στο Λύκειο με τον ιδιαίτερο τύπο που υιοθετήθηκε στο ελληνοκυπριακό σχολείο), οδηγεί σε διαφοροποιήσεις και στον τρόπο αξιοποίησης των εγχειριδίων. Για παράδειγμα, παραδοσιακά, το εγχειρίδιο που διδάσκεται στην Ελλάδα στα τμήματα κοινού κορμού, στην Κύπρο διδάσκεται και στα τμήματα κατεύθυνσης.
* Το Υπουργείο Παιδείας είναι συντηρητικά δομημένο, με τρόπο που να εκφράζει ιδανικά το διαχρονικό βαθύ κράτος. Πολλές επιμέρους αλλαγές ή φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις (ανεξαρτήτως ιδεολογικού χρώματος της εκάστοτε Κυβέρνησης) έχουν καταβροχθισθεί σε χρόνο ρεκόρ από τους μηχανισμούς του.
* Οι εκπαιδευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις διατηρούν ακόμη αρκετή επιρροή. Μια επιρροή όμως που φθίνει για πολλούς αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους. Ένας απ' αυτούς φαίνεται να είναι η ραγδαία αποξένωση από την κοινωνία, που μπορεί να μην είναι εντελώς άσχετη με την περισσότερο συντεχνιακή παρά συνδικαλιστική φυσιογνωμία των οργανώσεων αυτών. Και μάλιστα κόντρα στην ιστορία τους, που τις ήθελε "πρωτοπόρους" στις πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις!
* Από το 2003 έχει εξαγγελθεί μια μεγαλόπνοη και ριζική μεταρρύθμιση, η οποία μέχρι σήμερα κινείται ακόμη σε επίπεδο μελετών ομάδων εργασίας, δομημένου διαλόγου και αναθεωρήσεων. Η νέα κυβέρνηση έχει εξαγγείλει μια νέα μεταρρύθμιση - συνέχεια όμως της προηγούμενης, με έμφαση στην αναδόμηση των αναλυτικών προγραμμάτων. Στο πλαίσιό της αναμένεται και η συγγραφή νέων σχολικών εγχειριδίων για την Ιστορία. Τα τελευταία - ιδιαίτερα αυτά που θα αφορούν τη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία - έχουν ξεσηκώσει μια θύελλα συζητήσεων, πριν ακόμη οριστεί καν η επιτροπή που θα μελετήσει τα αντίστοιχα αναλυτικά προγράμματα, και πολύ πριν πλησιάσουμε στη στιγμή της συγγραφής τους. Παράλληλα, συστήνονται διάφορες επιτροπές και επιμορφωτικά κέντρα, και ετοιμάζεται η αναδόμηση του Π. Ι. Είμαστε όμως ακόμη αρκετά μακριά από την ουσία και την αποτελεσματικότητα.
Οι συζητήσεις για την Ιστορία και μια ερμηνεία
Πριν μερικές μέρες αναζωπυρώθηκε στην Κύπρο η συζήτηση για την Ιστορία, με αφορμή ένα επετειακό μήνυμα του Υπουργού Παιδείας. Κάποια κόμματα και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αντέδρασαν έντονα για ένα απόσπασμα του μηνύματος: "Με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963, εξτρεμιστικές οργανώσεις των δύο κοινοτήτων προέβησαν σε ακρότητες, που οδήγησαν στο διχασμό και στην καταστροφή του '74". Προφανώς, οι διαμαρτυρόμενοι ήθελαν την αυστηρή παραμονή του Υπουργού στο πλαίσιο της επίσημης μέχρι σήμερα εκδοχής της σύγχρονης Ιστορίας του νησιού. Δηλαδή: "Οι Τουρκοκύπριοι στράφηκαν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1963, αποχώρησαν από το κράτος, και αυτοαπομονώθηκαν γεωγραφικά μέχρι το 1974 που έγινε η τουρκική εισβολή". Τελεία. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα συνέβαινε, αν στο κείμενο ο Υπουργός έκανε νύξεις - έστω - για τις ευρύτερες ευθύνες των Ελληνοκυπρίων για την περίοδο 1963 - 1974. Ευθύνες όχι απλά "λαθών", αλλά που μεταφράζονται εκτός των άλλων και σε εκατοντάδες νεκρούς και αγνοούμενους Τουρκοκυπρίους, πριν ακόμη την τουρκική εισβολή.Ένα απλό επεισόδιο του δικού μας "πολέμου της Ιστορίας" ή καλύτερα ενός από τους δικούς μας πολέμους της Ιστορίας. Στη "δημόσια Ιστορία" έχει επικρατήσει η άποψη ότι "ενόσω υφιστάμεθα τις συνέπειες της εισβολής, δεν πρέπει να εξισώνουμε τις ευθύνες των δύο κοινοτήτων για την περίοδο 1963 - 74" [ας πούμε μια λογική ιδιότυπου συμψηφισμού, όπου το περίσσευμα στον ισολογισμό των βασάνων, του πόνου και της δυστυχίας επιβάλλεται απόλυτα ως η αποκλειστική αλήθεια]. Ακούγονται βέβαια και άλλα παρόμοια, τα οποία στον ισολογισμό εντάσσουν και τα 300 χρόνια Τουρκοκρατίας, οπότε το πλεόνασμά μας καθίσταται συντριπτικό.Ο τελευταίος πόλεμος που ξέσπασε στην ελληνοκυπριακή κοινωνία για την Ιστορία, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι συνδεδεμένος τόσο με το πολιτικό σκηνικό (Πρόεδρος από το ΑΚΕΛ, σχέσεις με συμπολιτευόμενα κόμματα, συνομιλίες για συμβιβαστική λύση του Κυπριακού), όσο και με την εξαγγελία νέας πρωτοβουλίας για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την αναδόμηση των Αναλυτικών Προγραμμάτων στη δημόσια εκπαίδευση. Το μείγμα του πολιτικού σκηνικού και της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας έχει γίνει αδιάκριτο πια, αλλά και εκρηκτικό. Έτσι, περνάμε στη σφαίρα της υστερίας, οπότε λειτουργούν άλλοι μηχανισμοί, πέραν της λογικής και της επιχειρηματολογίας. Βέβαια, ο ορθολογισμός και η επιστημονική τεκμηρίωση πρέπει προφανώς να εντείνουν τη δημόσια παρουσία τους, αλλά χωρίς την προσδοκία βραχυπρόθεσμης επικράτησης.
Η "δημόσια Ιστορία", όπως συμβαίνει συνήθως, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις για την Ιστορία και το νόημα της ίδιας και της διδασκαλίας της. Και αυτές οι αντιλήψεις δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον κόσμο των εκπαιδευτικών, ακόμη και το χώρο των Κυπρίων πανεπιστημιακών ιστορικών. Οι χώροι δεν είναι αποστειρωμένοι. Όσο πιο σύντομα γίνεται, λοιπόν, η δική μου ερμηνεία για τη διαδρομή και τη διαμόρφωση των σημερινών αντιλήψεων. Περιττό να πω ότι δε θα αποφύγω εντελώς τη συγχρονική ερμηνεία των γεγονότων:* Η ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1832 δίνει ώθηση στην ανάπτυξη της ιδέας του έθνους - κράτους ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους. Αυτό εντείνεται και με το άνοιγμα του ελληνικού προξενείου στην Κύπρο, το 1846.
* Η πορεία αυτή παίρνει χαρακτήρα επιθυμίας για ένωση με την Ελλάδα, και εξελίσσεται σε αίτημα, όταν η Κύπρος περνά στα χέρια της Βρετανίας το 1878.
* Η βρετανική αποικιοκρατία (1878 - 1959) - η οποία θεωρήθηκε τα πρώτα χρόνια περισσότερο ως απαλλαγή από την οθωμανική διοίκηση και μεταβατικό στάδιο στην πορεία προς την ένωση με την Ελλάδα - καθώς και πολλοί αμφισβητούμενοι βρετανικοί χειρισμοί, εντείνουν την επιθυμία για ένωση.
* Από την άλλη, η παράδοση της Κύπρου στους Βρετανούς δημιουργεί το έντονο συναίσθημα της ανασφάλειας στους Τουρκοκυπρίους, που προσκολλώνται στη βρετανική διοίκηση.
* Ο αγώνας της ΕΟΚΑ επισημοποιεί το χάσμα ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Η καχυποψία μετατρέπεται σε εχθρότητα. Η δράση της τουρκοκυπριακής ένοπλης οργάνωσης ΤΜΤ εντείνει τα αντίστοιχα συναισθήματα ανάμεσα στους Ε/Κ.
* Η περίοδος 1963 - 74 εξελίσσεται σε περίοδο αποτυχημένης διαδικασίας "εκκαθάρισης" των Τ/Κ, από ελληνοκυπριακούς κρατικούς και παρακρατικούς φορείς. Την ίδια περίοδο, ο απόλυτος έλεγχος του αναγνωρισμένου κράτους από τους Ελληνοκύπριους εκκολάπτει μια δυναμική οικοδόμησης ενός νέου τύπου ελληνοκυπριακού εθνικισμού: Παράλληλα με τον ελληνοκεντρικό τύπο, που επιδιώκει την ένωση με την Ελλάδα, εμφανίζεται και ο κυπροκεντρικός. Καχύποπτος απέναντι στην Ελλάδα, αλλά μαξιμαλιστικός στο Κυπριακό, με διαμορφούμενο συν τω χρόνω ιδανικό εκείνο ενός "καθαρού" κράτους, ελεγχόμενου αποκλειστικά από Ελληνοκυπρίους.
* Το 1974 κορυφώνει το διχασμό των δύο κοινοτήτων με την εισβολή της Τουρκίας. Ο διαχωρισμός - γεωγραφικός και ψυχολογικός - ολοκληρώνεται.Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής διαδραματίζουν ρόλο σημαντικοί παράγοντες, όπως:
1. Η κάπως αργοπορημένη ωρίμανση της ιδέας του Έθνους - Κράτους. Η χρονική υστέρηση παραμορφώνει το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης και γεννά αντιφάσεις. Η μακρόχρονη μη υλοποίηση του οράματος επιτείνει σχήματα του τύπου "θύτης - θύμα", "δίκαιος - άδικος", "καλός - κακός". Σταδιακά αυτά τα σχήματα τείνουν να γίνουν απόλυτα κυρίαρχα - ιδιαίτερα μετά το 1925 - μιας και εξυπηρετούν ταυτόχρονα και δυνάμεις της κοινωνίας, όπως η άρχουσα τάξη και η Εκκλησία.
2. Η Εκκλησία επί Αγγλοκρατίας βλέπει μέσα από τη διαδικασία εθνικών διεκδικήσεων (που αγνοούν ηθελημένα την άλλη κοινότητα) τη μοναδική δυνατότητα επανάκτησης του προνομιακού ρόλου που είχε επί οθωμανικής διοίκησης. Γι' αυτό σταδιακά "θρησκευτικοποιεί" και απολυτοποιεί το αίτημα.
3. Η κυπριακή κοινωνία υστερεί εξαιρετικά σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικών θεσμών και αλφαβητισμού, κατά το μεγαλύτερο μέρος της Αγγλοκρατίας. Είναι σχεδόν αποκλειστικά αγροτική κοινωνία, με μια ισχνή αστική τάξη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Χ. Ρίχτερ, από τα 9 μέλη Ελληνοκύπριους του Νομοθετικού ("Βουλή") του 1925, οι επτά - ανεξαρτήτως επίσημου επαγγέλματος, δικηγόροι και γιατροί κυρίως - έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα κέρδη από την ακραίας μορφής τοκογλυφία προς τους αγρότες. Μια κοινωνία πολλαπλά ελεγχόμενη.
4. Οι Ελληνοκύπριοι κατέγραψαν ως εχθρική ενέργεια εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων τη για δεκαετίες συνεργασία τους με τους Άγγλους αποικιοκράτες εναντίον τους, και οι Τουρκοκύπριοι είδαν στην ΕΟΚΑ τη δικαίωση των φόβων τους για τις προθέσεις των Ελλληνοκυπρίων.
5. Η ανεξαρτησία κληρονόμησε επίσημα και ημιεπίσημα καπετανάτα ενόπλων ομάδων, που περιστρέφονται γύρω από βασικά πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Αντίστοιχες ομάδες (με επικεφαλής την ΤΜΤ) υπήρχαν και ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους. Όλοι εξοπλίζονταν διαρκώς. Στα γεγονότα του 1963-4 διαδραμάτισαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Και από τις δύο πλευρές ημιεπίσημα ή επίσημα. Στην ελληνοκυπριακή πλευρά με την επίσημη ανάθεση έργου από τον Πρόεδρο και τον Υπουργό Εσωτερικών.
Μετά το 1974, η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία σύσσωμη (με αποχρώσεις είναι η αλήθεια) αποδέχθηκε μετά βίας το ομοσπονδιακό μοντέλο επίλυσης, θεωρώντας το ως το έσχατο σημείο υποχώρησης, στα όρια της προδοσίας. Εδώ να σημειώσουμε ότι το ΄74 αποτελεί καμπή και για την εδραίωση και ανάπτυξη του κυπροκεντρικού εθνικισμού που ανέφερα προηγουμένως. Το χουντικό πραξικόπημα, που προηγήθηκε της τουρκικής εισβολής, αποτέλεσε το αμάρτημα που αποδυνάμωσε σε κάποιο βαθμό τον ελληνοκεντρισμό και ηρωποίησε τον Μακάριο, ανάγοντάς τον σε πρότυπο και ηγέτη του κυπροκεντρικού εθνικισμού. Από την πλευρά τους, οι Τουρκοκύπριοι έπλεαν για ένα διάστημα μετά το 1974 μέσα στη σύγχυση. Από τη μια η θριαμβευτική ερμηνεία των γεγονότων από το καθεστώς τους (Ντενκτάς) για τη σωτηρία τους, από την άλλη ο συνωστισμός για τα φιλέτα στην ιδιοποίηση των περιουσιών Ελληνοκυπρίων, ανάμεικτα πάντα με το αίσθημα ενοχής, ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Η πάροδος του χρόνου επέτεινε αυτά τα συναισθήματα.
Μετά το 1974, η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία σύσσωμη (με αποχρώσεις είναι η αλήθεια) αποδέχθηκε μετά βίας το ομοσπονδιακό μοντέλο επίλυσης, θεωρώντας το ως το έσχατο σημείο υποχώρησης, στα όρια της προδοσίας. Εδώ να σημειώσουμε ότι το ΄74 αποτελεί καμπή και για την εδραίωση και ανάπτυξη του κυπροκεντρικού εθνικισμού που ανέφερα προηγουμένως. Το χουντικό πραξικόπημα, που προηγήθηκε της τουρκικής εισβολής, αποτέλεσε το αμάρτημα που αποδυνάμωσε σε κάποιο βαθμό τον ελληνοκεντρισμό και ηρωποίησε τον Μακάριο, ανάγοντάς τον σε πρότυπο και ηγέτη του κυπροκεντρικού εθνικισμού. Από την πλευρά τους, οι Τουρκοκύπριοι έπλεαν για ένα διάστημα μετά το 1974 μέσα στη σύγχυση. Από τη μια η θριαμβευτική ερμηνεία των γεγονότων από το καθεστώς τους (Ντενκτάς) για τη σωτηρία τους, από την άλλη ο συνωστισμός για τα φιλέτα στην ιδιοποίηση των περιουσιών Ελληνοκυπρίων, ανάμεικτα πάντα με το αίσθημα ενοχής, ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Η πάροδος του χρόνου επέτεινε αυτά τα συναισθήματα.
Με εκπληκτική ταχύτητα, από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του '80, οι προ του '74 κυρίαρχες τάξεις και στις δύο κοινότητες αποκατέστησαν πλήρως την κυριαρχία τους. Μαζί τους, παγιώθηκε και η αντίστοιχη βολική ερμηνεία για τα γεγονότα που προηγήθηκαν, κι εξοβελίστηκε στο περιθώριο οποιαδήποτε εναλλακτική ερμηνεία ή αμφισβήτηση. Ο στερεοτυπικός λόγος των ΜΜΕ και των πολιτικών επέβαλε σχεδόν απόλυτα τις επίσημες ερμηνείες. Ακόμη και στο χώρο της Αριστεράς, άρχισαν να γίνονται βήματα σύμπλευσης για να αποφευχθεί η αποξένωση και η περιθωριοποίηση - κατά το δυνατό. Πριν ακόμα το 1990, η πραγματικότητα διαιρέθηκε στα τέσσερα για την πλειοψηφία των ανθρώπων και στις δύο κοινότητες: Η πραγματικότητα που έζησαν, η πραγματικότητα που νόμιζαν ότι έζησαν, η πραγματικότητα που πίστευαν, και η πραγματικότητα που πίστευαν ότι όφειλαν να πιστεύουν. Οι Ελληνοκύπριοι εν ολίγοις διέγραψαν ό,τι είχε γίνει πριν το 1974, για να μπορούν να θεωρούν τον εαυτό τους ως το αποκλειστικό θύμα. Οι Τουρκοκύπριοι από την άλλη, διόγκωσαν αυτό που έγινε κυρίως από το 1963 μέχρι το 1974. Η επίσημη πολιτική ή προπαγάνδα βρισκόταν για τρεις δεκαετίες σε διαρκή διάλογο με τη συνείδηση του απλού πολίτη. Και πέτυχε την όσμωση σε μεγάλο βαθμό υπέρ της.
Ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους, οι συνθήκες οικονομικής ανάκαμψης και η ενθάρρυνση των διεξόδων ατομικών λύσεων, καθώς και το γεγονός ότι ήταν οι ηττημένοι της τελευταίας φάσης της σύγκρουσης (1974), ευνόησαν τη σε μεγάλο βαθμό ρήξη με τον ιστό της προ της εισβολής πραγματικότητας. Ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους, η ανέχεια, η απομόνωση, η ελλειμματική δημοκρατία, έφθειραν σταδιακά και υπόγεια την επίσημη ερμηνεία. Όχι απόλυτα, αλλά αρκετά για να περάσει από τη μεμβράνη της το ιριδίζον φως από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας και να αρχίσουν να συνδυάζονται οι ατομικές προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή, με την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού και ένταξης της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη. Ένα φωτεινό παράθυρο στον κόσμο.
Αρχές της δεκαετίας του 2000. Τα πάντα συνωμότησαν για να προχωρήσουν οι διαδικασίες με το σχέδιο Ανάν και την ένταξη, ώστε να είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού η διέξοδος για τους Τουρκοκυπρίους. Έτσι, το κίνημα ανατροπής ουσιαστικά του παλιού καθεστώτος (Ντενκτάς) - με τις ευλογίες μάλιστα της Άγκυρας - βγήκε στους δρόμους για να διαμορφώσει την πραγματικότητα, αντί να την παρακολουθεί. Κάπως έτσι φτάσαμε στο "ναι" των Τουρκοκυπρίων το 2004.Από την άλλη πλευρά, οι Ελληνοκύπριοι δεν είχαν ακολουθήσει πορεία παραφθοράς της επίσημης ερμηνείας, αλλά αντίθετα στερεοποίησής της. Η ανάπτυξη κλπ., οδήγησαν στο να συνδεθούν τα συμφέροντα όχι μόνο της κυρίαρχης ομάδας αλλά και όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας με τη μη λύση (από ιδιοκτήτες γης που θα έχανε - θεωρούσαν - την αξία της με τη λύση, μέχρι δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, πολίτες συναρτώμενοι με την Εκκλησία κλπ.) Εξάλλου, η προσωπική τύχη και φήμη πολλών πολιτών ήταν συνδεδεμένη με τη διατήρηση των μύθων και του διαχωρισμού.Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι γνωστό. Εκείνο που είναι ελάχιστα γνωστό εκτός Κύπρου είναι το κλίμα που επικράτησε στην ελληνοκυπριακή πλευρά μετά το δημοψήφισμα. Ένα πρωτοφανές κλίμα επιστροφής στη δεκαετία του '60: Συστηματική καλλιέργεια της προσήλωσης στο καθαρό ελληνοκυπριακό κράτος, διωγμός - θα τολμούσα να πω - όσων είχαν τοποθετηθεί υπέρ του "ναι" στο δημοψήφισμα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, έμοιαζε περίπου αυτοκαταστροφική ενέργεια η σύμπηξη τον Νοέμβριο του 2004 της Πλατφόρμας Ε/Κ και Τ/Κ εκπαιδευτικών "Ενωμένη Κύπρος". Εξάλλου, ανάμεσα στα πρώτα θύματα του κλίματος αυτού, ήταν και ο ρόλος-λόγος των ΜΚΟ, με συστηματικό και στοχευμένο τρόπο.
Το κλίμα βέβαια αποδομήθηκε μερικώς μετά τις Προεδρικές εκλογές του 2008 - όχι όμως πλήρως. Η επίσημη Αριστερά είχε συμβάλει ως συγκυβέρνηση στη δημιουργία του κλίματος αστυνομοκρατίας της σκέψης και της άποψης, έτσι η πλήρης απάρνηση εκ μέρους της των όσων έγιναν τα τέσσερα χρόνια, θεωρείται από την ίδια ως επικίνδυνη για τον εαυτό της. Έτσι, και ο ρόλος των ΜΚΟ επανήλθε μερικώς, χρειάζεται όμως αρκετό ακόμη χρόνο για να επανακτήσει την επιρροή που είχε στην κοινωνία, ιδιαίτερα την περίοδο 2000 - 2003. Η τραγικότητα των επαναπροσεγγιστών - με αριστερές κατά κανόνα καταβολές - είναι ότι σε όλη αυτή την πορεία έβλεπαν καθημερινά ως μοναδικό πολιτικό πρώτης γραμμής με σταθερή επαναπροσεγγιστική πολιτική και πολιτική λύσης, τον ηγέτη της Δεξιάς.
Η εκλογή του ηγέτη του ΑΚΕΛ στην Προεδρία αναπτέρωσε τις ελπίδες για λύση. Σύντομα άρχισαν ξανά οι συνομιλίες, οι οποίες, όσο απογοητευτικά αργά κι αν προχωρούν, με όσες δυσκολίες κι αν πραγματοποιούνται, αποτελούν ένα γεγονός.
Παράλληλα, άρχισε και μια άλλη διπλή μάχη: Από τη μια η προσπάθεια του ΥΠΠ να εντάξει στο εκπαιδευτικό σύστημα δράσεις και διδακτικές πρακτικές που να καλλιεργούν κλίμα συμφιλίωσης και συμβίωσης με τους Τ/Κ, από την άλλη, η αναδόμηση των αναλυτικών προγραμμάτων, με την Ιστορία να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα.Το πρώτο δέχθηκε σκληρή κριτική, κυρίως από τα κόμματα που εκπροσωπούν τον κυπροκεντρικό εθνικισμό και από την Εκκλησία. Το Υπουργείο δεν υποχώρησε τυπικά, στην ουσία όμως αυτές οι δράσεις έχουν σε μεγάλο βαθμό αδρανοποιηθεί. Επαφίενται σε μια μερίδα μίλιταντς στα σχολεία για να τις υλοποιήσουν. Το δεύτερο, άνοιξε μια πρωτοφανή συζήτηση για την Ιστορία και τη διδασκαλία της, η οποία αναζωπυρώνεται με κάθε αφορμή. Κι ενώ έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για τη μορφοποίηση έστω της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, οι επιθέσεις κατά του Υπουργού και της Κυβέρνησης είναι συνεχείς. Πρόκειται εν πολλοίς για μια σκιαμαχία που δίνει τη δυνατότητα στα συμπολιτευόμενα κόμματα να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν (να αντιπολιτευθούν δηλαδή έντονα τον Πρόεδρο κυρίως για το Κυπριακό), να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους, να συντηρήσουν ένα νόημα στην ύπαρξή τους. Μαζί τους και ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες και οργανώσεις που ξεφυτρώνουν κάθε μήνα σαν μανιτάρια.Μέσα σε όλη αυτή τη συζήτηση για την Ιστορία και τη διδασκαλία της, ο φόρτος της ίδιας της Ιστορίας ως γεγονότα και ερμηνείες στρογγυλοκάθεται πάνω στο τραπέζι κάθε πτυχής του δημόσιου διαλόγου. Τείνω προσωπικά να πιστεύω ότι το ζήτημα δεν είναι απλά οι αντιδράσεις πολιτικών ή τα άρθρα ιστορικών ή δημοσιογράφων που ευθυγραμμίζονται. Μέρος του ζητήματος είναι η παγιωμένη πεποίθηση, ακόμη και Κυπρίων καθηγητών Πανεπιστημίου (πολύ δε περισσότερο διδασκόντων στη Μ. Ε.), ότι η διδασκαλία της Ιστορίας έχει νόημα και σκοπό τον εθνικό φρονηματισμό και την εξαγωγή διδαγμάτων. Είναι αυτονόητο ότι τα διδάγματα θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τα στερεότυπα, άρα η διδασκαλία αποσκοπεί στην επαναβεβαίωση και τελεσίδικη εδραίωσή τους. Η φράση "τα γεγονότα είναι εκεί καταγραμμένα, δεν αλλάζουν", ακούγεται σχεδόν καθημερινά στις δημόσιες συζητήσεις. Μια αντίληψη ότι η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας είναι κάτι συντελεσθέν και τελειωθέν. Οι ζωτικοί μύθοι, καθότι ζωτικοί, έχουν μυθική δύναμη.Βέβαια, θα ήταν λάθος να δοθεί η εντύπωση ότι τίποτα δεν κινείται και τίποτα δεν έχει πιθανότητες να αλλάξει. Πιστεύω ότι η διαδικασία υποχώρησης αυτών των αντιλήψεων που κρατούν τη δημόσια ιστορία πολύ μακριά από την επιστήμη και τη διδακτική πρακτική, έχει αρχίσει. Θα είναι βραδύτατη και δε θα κινηθεί σε ευθεία γραμμή, αλλά έχει αρχίσει. Σε συνθήκες δε λιγότερο υστερικές, πιθανότατα να επιταχυνθεί. Θεωρώ όμως δύσκολο και για πρακτικούς λόγους να έχουμε αποτελέσματα σύντομα όσον αφορά στα διδακτικά εγχειρίδια, γιατί η Κυβέρνηση είναι εξαιρετικά προσεχτική για διάφορους λόγους. Εξάλλου, πολλά θα εξαρτηθούν και από την πορεία των συνομιλιών στο Κυπριακό και από το κλίμα που θα τις συνοδεύει. Εν πάση περιπτώσει όμως, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το να παραμείνει η συζήτηση ανοιχτή. Από τις ίδιες τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών στην Κύπρο, έχω πεισθεί ότι η υστερία μπορεί να αντέξει στο χρόνο, να κερδίζει μάχες, χάνει όμως τον πόλεμο όταν η λογική αποδεικνύεται όχι μόνο ανθεκτική, αλλά και θαρραλέα σε ό,τι αφορά όσους θέλουν να την υπηρετούν.
Πλησιάζοντας στο τέλος της προσωπικής μου ερμηνείας για τα πράγματα, θεωρώ απαραίτητο να επισημάνω μια ιδιαίτερη παράμετρο, την οποία θεωρώ αν όχι επικίνδυνη, τουλάχιστον δυσάρεστη: Η Αριστερά στην Κύπρο φαίνεται να έχει αναπτύξει μέσα στο χρόνο ένα σύνδρομο αντίστασης-προσαρμογής σε σχέση με την πραγματικότητα: Από τη μια σε αντιδιαστολή με τον κλασικό εθνικισμό της ακροδεξιάς στις δύο κοινότητες (ελληνοκυπριακό αίτημα για ένωση με την Ελλάδα και μετά την ανεξαρτησία, τουρκοκυπριακή δυναμική πρόσδεσης στην Τουρκία), και από την άλλη ως ανάγκη για αποφυγή της αποξένωσής της από τις μάζες των δυο κοινοτήτων, έχει προσανατολιστεί σε μιας μορφής τοπικισμό, που κατά τη γνώμη μου είναι αδιέξοδος. Η ελληνοκυπριακή Αριστερά θεώρησε ως συνεκτικό κρίκο των δύο κοινοτήτων αλλά και ως σημείο επαφής της με το χώρο του Κέντρου (παραδοσιακά κυπροκεντρικά εθνικιστικό στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα) την προσκόλληση στην παράδοση, στην κυπριακή ιδιαιτερότητα - και ακόμη περισσότερο στην αναπαραγωγή της. Για αντίστοιχους λόγους μια τέτοια "συνενωτική" ενδοστρεφής τάση παρατηρείται και στην τουρκοκυπριακή Αριστερά. Κατά τη γνώμη μου όμως, καμιά συμβιωτική λογική δεν μπορεί να οικοδομηθεί στέρεα στην αναπόληση και μυθοποίηση ενός "αγνού, κοινού και ειδυλλιακού" παρελθόντος, πολύ περισσότερο όταν βαυκαλίζεται με τρόπο γκροτέσκο με οριακής αισθητικής πολιτισμικές αναπαραγωγές. Για να μην αναφέρω την αυτόματη ξενοφοβική λογική που παράγει αυτή η τάση. Προσωπικά τη θεωρώ αδιέξοδη.Κατά τη γνώμη μου, μόνο μια γενναία ματιά στον κόσμο και στους ρυθμούς του, ένα άνοιγμα προς τα έξω, παράλληλα με το άνοιγμα προς τον άλλο - Τουρκοκύπριο ή Ελληνοκύπριο - μπορούν να εγγυηθούν ένα νέο πατριωτισμό με συμβιωτικό και συνάμα προοδευτικό περιεχόμενο. Η αισθητική της πρόταξης της νέας πολιτότητας - της ιδιότητας δηλαδή του πολίτη σε μια νέα συμβιωτική Κυπριακή Δημοκρατία - είναι μια πρόκληση. Οι αποδοχές και οι παραδοχές του παρελθόντος μπορούν να έχουν νόημα μέσα από την προοπτική ενός μέλλοντος που δε θα αποζητά εναγωνίως την κοινότητα μέσα από το άροτρο του 19ου αιώνα, αλλά θα χαίρεται τη διαφορετικότητα κάτω από τη στέγη μιας Δημοκρατίας-αυτοσκοπό.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω το γεγονός ότι μια πηγή αισιοδοξίας είναι το πλήθος πια των ανθρώπων που αναπτύσσουν την ανθρώπινη επαφή ανάμεσα στις δυο κοινότητες σε καθημερινή βάση. Στα εξαιρετικά δύσκολα χρόνια του καθεστώτος Ντενκτάς, η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη. Χρειαζόταν να μηχανεύεται κανείς διάφορα ή να καταφεύγει στο εξωτερικό για να συνομιλήσει με συναδέλφους της άλλης κοινότητας. Τώρα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στις δυο κοινότητες που κάνουν πράξη καθημερινά την προσπάθεια για συνεννόηση. Και η επιθυμία τους για οικοδόμηση ενός κοινού μέλλοντος εκφράζεται και μέσα από την ανάγκη να ακούσουμε ο ένας την εκδοχή του άλλου για την Ιστορία. Να εξετάσουμε πρώτα το δικό μας έγκλημα, πριν ζητήσουμε την ταπεινότητα του άλλου για το δικό του.
Ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους, οι συνθήκες οικονομικής ανάκαμψης και η ενθάρρυνση των διεξόδων ατομικών λύσεων, καθώς και το γεγονός ότι ήταν οι ηττημένοι της τελευταίας φάσης της σύγκρουσης (1974), ευνόησαν τη σε μεγάλο βαθμό ρήξη με τον ιστό της προ της εισβολής πραγματικότητας. Ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους, η ανέχεια, η απομόνωση, η ελλειμματική δημοκρατία, έφθειραν σταδιακά και υπόγεια την επίσημη ερμηνεία. Όχι απόλυτα, αλλά αρκετά για να περάσει από τη μεμβράνη της το ιριδίζον φως από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας και να αρχίσουν να συνδυάζονται οι ατομικές προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή, με την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού και ένταξης της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη. Ένα φωτεινό παράθυρο στον κόσμο.
Αρχές της δεκαετίας του 2000. Τα πάντα συνωμότησαν για να προχωρήσουν οι διαδικασίες με το σχέδιο Ανάν και την ένταξη, ώστε να είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού η διέξοδος για τους Τουρκοκυπρίους. Έτσι, το κίνημα ανατροπής ουσιαστικά του παλιού καθεστώτος (Ντενκτάς) - με τις ευλογίες μάλιστα της Άγκυρας - βγήκε στους δρόμους για να διαμορφώσει την πραγματικότητα, αντί να την παρακολουθεί. Κάπως έτσι φτάσαμε στο "ναι" των Τουρκοκυπρίων το 2004.Από την άλλη πλευρά, οι Ελληνοκύπριοι δεν είχαν ακολουθήσει πορεία παραφθοράς της επίσημης ερμηνείας, αλλά αντίθετα στερεοποίησής της. Η ανάπτυξη κλπ., οδήγησαν στο να συνδεθούν τα συμφέροντα όχι μόνο της κυρίαρχης ομάδας αλλά και όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας με τη μη λύση (από ιδιοκτήτες γης που θα έχανε - θεωρούσαν - την αξία της με τη λύση, μέχρι δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί, αστυνομικοί, πολίτες συναρτώμενοι με την Εκκλησία κλπ.) Εξάλλου, η προσωπική τύχη και φήμη πολλών πολιτών ήταν συνδεδεμένη με τη διατήρηση των μύθων και του διαχωρισμού.Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είναι γνωστό. Εκείνο που είναι ελάχιστα γνωστό εκτός Κύπρου είναι το κλίμα που επικράτησε στην ελληνοκυπριακή πλευρά μετά το δημοψήφισμα. Ένα πρωτοφανές κλίμα επιστροφής στη δεκαετία του '60: Συστηματική καλλιέργεια της προσήλωσης στο καθαρό ελληνοκυπριακό κράτος, διωγμός - θα τολμούσα να πω - όσων είχαν τοποθετηθεί υπέρ του "ναι" στο δημοψήφισμα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, έμοιαζε περίπου αυτοκαταστροφική ενέργεια η σύμπηξη τον Νοέμβριο του 2004 της Πλατφόρμας Ε/Κ και Τ/Κ εκπαιδευτικών "Ενωμένη Κύπρος". Εξάλλου, ανάμεσα στα πρώτα θύματα του κλίματος αυτού, ήταν και ο ρόλος-λόγος των ΜΚΟ, με συστηματικό και στοχευμένο τρόπο.
Το κλίμα βέβαια αποδομήθηκε μερικώς μετά τις Προεδρικές εκλογές του 2008 - όχι όμως πλήρως. Η επίσημη Αριστερά είχε συμβάλει ως συγκυβέρνηση στη δημιουργία του κλίματος αστυνομοκρατίας της σκέψης και της άποψης, έτσι η πλήρης απάρνηση εκ μέρους της των όσων έγιναν τα τέσσερα χρόνια, θεωρείται από την ίδια ως επικίνδυνη για τον εαυτό της. Έτσι, και ο ρόλος των ΜΚΟ επανήλθε μερικώς, χρειάζεται όμως αρκετό ακόμη χρόνο για να επανακτήσει την επιρροή που είχε στην κοινωνία, ιδιαίτερα την περίοδο 2000 - 2003. Η τραγικότητα των επαναπροσεγγιστών - με αριστερές κατά κανόνα καταβολές - είναι ότι σε όλη αυτή την πορεία έβλεπαν καθημερινά ως μοναδικό πολιτικό πρώτης γραμμής με σταθερή επαναπροσεγγιστική πολιτική και πολιτική λύσης, τον ηγέτη της Δεξιάς.
Η εκλογή του ηγέτη του ΑΚΕΛ στην Προεδρία αναπτέρωσε τις ελπίδες για λύση. Σύντομα άρχισαν ξανά οι συνομιλίες, οι οποίες, όσο απογοητευτικά αργά κι αν προχωρούν, με όσες δυσκολίες κι αν πραγματοποιούνται, αποτελούν ένα γεγονός.
Παράλληλα, άρχισε και μια άλλη διπλή μάχη: Από τη μια η προσπάθεια του ΥΠΠ να εντάξει στο εκπαιδευτικό σύστημα δράσεις και διδακτικές πρακτικές που να καλλιεργούν κλίμα συμφιλίωσης και συμβίωσης με τους Τ/Κ, από την άλλη, η αναδόμηση των αναλυτικών προγραμμάτων, με την Ιστορία να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα.Το πρώτο δέχθηκε σκληρή κριτική, κυρίως από τα κόμματα που εκπροσωπούν τον κυπροκεντρικό εθνικισμό και από την Εκκλησία. Το Υπουργείο δεν υποχώρησε τυπικά, στην ουσία όμως αυτές οι δράσεις έχουν σε μεγάλο βαθμό αδρανοποιηθεί. Επαφίενται σε μια μερίδα μίλιταντς στα σχολεία για να τις υλοποιήσουν. Το δεύτερο, άνοιξε μια πρωτοφανή συζήτηση για την Ιστορία και τη διδασκαλία της, η οποία αναζωπυρώνεται με κάθε αφορμή. Κι ενώ έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για τη μορφοποίηση έστω της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, οι επιθέσεις κατά του Υπουργού και της Κυβέρνησης είναι συνεχείς. Πρόκειται εν πολλοίς για μια σκιαμαχία που δίνει τη δυνατότητα στα συμπολιτευόμενα κόμματα να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν (να αντιπολιτευθούν δηλαδή έντονα τον Πρόεδρο κυρίως για το Κυπριακό), να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους, να συντηρήσουν ένα νόημα στην ύπαρξή τους. Μαζί τους και ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες και οργανώσεις που ξεφυτρώνουν κάθε μήνα σαν μανιτάρια.Μέσα σε όλη αυτή τη συζήτηση για την Ιστορία και τη διδασκαλία της, ο φόρτος της ίδιας της Ιστορίας ως γεγονότα και ερμηνείες στρογγυλοκάθεται πάνω στο τραπέζι κάθε πτυχής του δημόσιου διαλόγου. Τείνω προσωπικά να πιστεύω ότι το ζήτημα δεν είναι απλά οι αντιδράσεις πολιτικών ή τα άρθρα ιστορικών ή δημοσιογράφων που ευθυγραμμίζονται. Μέρος του ζητήματος είναι η παγιωμένη πεποίθηση, ακόμη και Κυπρίων καθηγητών Πανεπιστημίου (πολύ δε περισσότερο διδασκόντων στη Μ. Ε.), ότι η διδασκαλία της Ιστορίας έχει νόημα και σκοπό τον εθνικό φρονηματισμό και την εξαγωγή διδαγμάτων. Είναι αυτονόητο ότι τα διδάγματα θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τα στερεότυπα, άρα η διδασκαλία αποσκοπεί στην επαναβεβαίωση και τελεσίδικη εδραίωσή τους. Η φράση "τα γεγονότα είναι εκεί καταγραμμένα, δεν αλλάζουν", ακούγεται σχεδόν καθημερινά στις δημόσιες συζητήσεις. Μια αντίληψη ότι η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας είναι κάτι συντελεσθέν και τελειωθέν. Οι ζωτικοί μύθοι, καθότι ζωτικοί, έχουν μυθική δύναμη.Βέβαια, θα ήταν λάθος να δοθεί η εντύπωση ότι τίποτα δεν κινείται και τίποτα δεν έχει πιθανότητες να αλλάξει. Πιστεύω ότι η διαδικασία υποχώρησης αυτών των αντιλήψεων που κρατούν τη δημόσια ιστορία πολύ μακριά από την επιστήμη και τη διδακτική πρακτική, έχει αρχίσει. Θα είναι βραδύτατη και δε θα κινηθεί σε ευθεία γραμμή, αλλά έχει αρχίσει. Σε συνθήκες δε λιγότερο υστερικές, πιθανότατα να επιταχυνθεί. Θεωρώ όμως δύσκολο και για πρακτικούς λόγους να έχουμε αποτελέσματα σύντομα όσον αφορά στα διδακτικά εγχειρίδια, γιατί η Κυβέρνηση είναι εξαιρετικά προσεχτική για διάφορους λόγους. Εξάλλου, πολλά θα εξαρτηθούν και από την πορεία των συνομιλιών στο Κυπριακό και από το κλίμα που θα τις συνοδεύει. Εν πάση περιπτώσει όμως, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το να παραμείνει η συζήτηση ανοιχτή. Από τις ίδιες τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών στην Κύπρο, έχω πεισθεί ότι η υστερία μπορεί να αντέξει στο χρόνο, να κερδίζει μάχες, χάνει όμως τον πόλεμο όταν η λογική αποδεικνύεται όχι μόνο ανθεκτική, αλλά και θαρραλέα σε ό,τι αφορά όσους θέλουν να την υπηρετούν.
Πλησιάζοντας στο τέλος της προσωπικής μου ερμηνείας για τα πράγματα, θεωρώ απαραίτητο να επισημάνω μια ιδιαίτερη παράμετρο, την οποία θεωρώ αν όχι επικίνδυνη, τουλάχιστον δυσάρεστη: Η Αριστερά στην Κύπρο φαίνεται να έχει αναπτύξει μέσα στο χρόνο ένα σύνδρομο αντίστασης-προσαρμογής σε σχέση με την πραγματικότητα: Από τη μια σε αντιδιαστολή με τον κλασικό εθνικισμό της ακροδεξιάς στις δύο κοινότητες (ελληνοκυπριακό αίτημα για ένωση με την Ελλάδα και μετά την ανεξαρτησία, τουρκοκυπριακή δυναμική πρόσδεσης στην Τουρκία), και από την άλλη ως ανάγκη για αποφυγή της αποξένωσής της από τις μάζες των δυο κοινοτήτων, έχει προσανατολιστεί σε μιας μορφής τοπικισμό, που κατά τη γνώμη μου είναι αδιέξοδος. Η ελληνοκυπριακή Αριστερά θεώρησε ως συνεκτικό κρίκο των δύο κοινοτήτων αλλά και ως σημείο επαφής της με το χώρο του Κέντρου (παραδοσιακά κυπροκεντρικά εθνικιστικό στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα) την προσκόλληση στην παράδοση, στην κυπριακή ιδιαιτερότητα - και ακόμη περισσότερο στην αναπαραγωγή της. Για αντίστοιχους λόγους μια τέτοια "συνενωτική" ενδοστρεφής τάση παρατηρείται και στην τουρκοκυπριακή Αριστερά. Κατά τη γνώμη μου όμως, καμιά συμβιωτική λογική δεν μπορεί να οικοδομηθεί στέρεα στην αναπόληση και μυθοποίηση ενός "αγνού, κοινού και ειδυλλιακού" παρελθόντος, πολύ περισσότερο όταν βαυκαλίζεται με τρόπο γκροτέσκο με οριακής αισθητικής πολιτισμικές αναπαραγωγές. Για να μην αναφέρω την αυτόματη ξενοφοβική λογική που παράγει αυτή η τάση. Προσωπικά τη θεωρώ αδιέξοδη.Κατά τη γνώμη μου, μόνο μια γενναία ματιά στον κόσμο και στους ρυθμούς του, ένα άνοιγμα προς τα έξω, παράλληλα με το άνοιγμα προς τον άλλο - Τουρκοκύπριο ή Ελληνοκύπριο - μπορούν να εγγυηθούν ένα νέο πατριωτισμό με συμβιωτικό και συνάμα προοδευτικό περιεχόμενο. Η αισθητική της πρόταξης της νέας πολιτότητας - της ιδιότητας δηλαδή του πολίτη σε μια νέα συμβιωτική Κυπριακή Δημοκρατία - είναι μια πρόκληση. Οι αποδοχές και οι παραδοχές του παρελθόντος μπορούν να έχουν νόημα μέσα από την προοπτική ενός μέλλοντος που δε θα αποζητά εναγωνίως την κοινότητα μέσα από το άροτρο του 19ου αιώνα, αλλά θα χαίρεται τη διαφορετικότητα κάτω από τη στέγη μιας Δημοκρατίας-αυτοσκοπό.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω το γεγονός ότι μια πηγή αισιοδοξίας είναι το πλήθος πια των ανθρώπων που αναπτύσσουν την ανθρώπινη επαφή ανάμεσα στις δυο κοινότητες σε καθημερινή βάση. Στα εξαιρετικά δύσκολα χρόνια του καθεστώτος Ντενκτάς, η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη. Χρειαζόταν να μηχανεύεται κανείς διάφορα ή να καταφεύγει στο εξωτερικό για να συνομιλήσει με συναδέλφους της άλλης κοινότητας. Τώρα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στις δυο κοινότητες που κάνουν πράξη καθημερινά την προσπάθεια για συνεννόηση. Και η επιθυμία τους για οικοδόμηση ενός κοινού μέλλοντος εκφράζεται και μέσα από την ανάγκη να ακούσουμε ο ένας την εκδοχή του άλλου για την Ιστορία. Να εξετάσουμε πρώτα το δικό μας έγκλημα, πριν ζητήσουμε την ταπεινότητα του άλλου για το δικό του.
Στην Πλατφόρμα Ε/Κ και Τ/Κ εκπαιδευτικών "Ενωμένη Κύπρος", συνηθίζουμε να παραφράζουμε τον Άμος Όζ: "Οι τάφοι των προγόνων μας είναι ιεροί. Είμαστε όμως ανοιχτοί στις ερμηνείες του παρελθόντος, γιατί οι ζωές των παιδιών μας είναι πιο ιερές".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου