Εάν οι Κύπριοι δεχόντουσαν τη δικοινοτική φύση του κυπριακού κράτους από το 1960 θα υιοθετούσαν φυσικά και ένα σύστημα εκπαίδευσης ανάλογο για να την στηρίξουν. Αν για κάποιους λόγους κρινόταν κάποια στιγμή ότι από το ενιαίο κράτος της Ζυρίχης θα έπρεπε να περάσουμε σε ένα διζωνικό ομόσπονδο κράτος το σύστημα της εκπαίδευσης δεν θα είχε μεγάλη απόσταση να διανύσει. Στη πραγματικότητα η δικοινοτικότητα δεν πέρασε ποτέ μέσα στη Παιδεία. Στα οθωμανικά χρόνια οι Ρωμιοί και οι Μουσουλμάνοι είχαν ξεχωριστά συστήματα εκπαίδευσης χωρίς να ενοχλεί ο ένας των άλλων μέχρι τη γένεση τουλάχιστον της εθνικής ιδέας. Εμείς εδώ και από πριν το 60, αλλά και μετά έχουμε σχολεία που δημιουργούν και στηρίζουν αντίθετες εθνικές ιδέες που η δικαίωση της μιας προϋποθέτει την καταστροφή της άλλης.
Εγώ προσωπικά (και η Πλατφόρμα των εκπαιδευτικών στην οποία ανήκω) επέλεξα ως λύση του Κυπριακού την Ομοσπονδία των κοινοτήτων γιατί πιστεύω ότι είναι ακόμα εφικτή και ταυτόχρονα λαμβάνει υπόψη τις διαφορετικές εθνικές ταυτότητες που υπάρχουν και δυστυχώς αλληλοϋποβλέπονται.
Στο σχολείο όμως αυτή τη στιγμή πρέπει ν αρχίσουμε από το ότι στην Κύπρο υπάρχουν Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι ( και οι άλλες κοινότητες φυσικά) και έχουν δικαίωμα να υπάρχουν και να συνυπάρχουν ειρηνικά. Υποστηρίζω ότι αυτή την αυτονόητη αλήθεια το σχολείο δεν την γνωρίζει. Δεν την γνωρίζει με την παιδαγωγική έννοια εννοώ. Σας λέω ένα απλό παράδειγμα. Πάρα πολλοί μαθητές και καθηγητές γνωρίζουν ότι υπάρχει θεός. Παρά όλα αυτά οι μαθητές κάνουν μια δυο περιόδους τη βδομάδα θρησκευτικά από την πρώτη δημοτικού μέχρι την Τρίτη λυκείου για να το εμπεδώσουν καλά. Ακόμα ένα παράδειγμα: οι μαθητές και οι μαθήτριες μαθαίνουν και επαναλαμβάνουν με διάφορους τρόπους πολλές φορές στα δώδεκα χρόνια του δημοτικού και της Μέσης Παιδείας ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα ή ότι το τετράγωνο έχει τέσσερις πλευρές. Ωστόσο δεν μαθαίνουν και δεν διαπαιδαγωγούνται σχεδόν καθόλου στο πολύ απλό: Κύπριοι αρκετές φορές δεν είναι μόνο οι Ελληνοκύπριοι. Πώς αλλιώς εξηγείται ή αντίθεση καθηγητών και μαθητών πρόσφατα σε επίσκεψη της Σεβκγιούλ Ουλουτάγκ στο σχολείο τους; Πάρα πολλοί μαθητές δεν γνωρίζουν ότι η τουρκική γλώσσα είναι επίσημη γλώσσα της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως νομίζω και αρκετοί καθηγητές. Όταν ένας από τους διευθυντές μου ανακοίνωνε την κατ επιλογή εισαγωγή της τουρκικής γλώσσας στο ελληνοκυπριακό σχολείο με εγκύκλιο του μακαρίτη του Πεύκιου είπε χαρακτηριστικά ότι μια ακόμα ξένη γλώσσα δεν θα βλάψει. Δεν είναι παράξενο που μόνο λιγοι μαθητές επιλέγουν την εκμάθηση της τουρκικής. Σε ότι αφορά στην τουρκοκυπριακή κοινότητα οι γνώσεις που προσφέρει το ελληνοκυπριακό σχολείο είναι ελάχιστες. Η προσπάθεια του νυν υπουργού για την καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης στα σχολεία και παρά την γενναία προσπάθεια αρκετών εκπαιδευτικών έμεινε στο περιθώριο της σχολικής ζωής και έδειξε μάλλον πόσο είναι αποξενωμένο το σχολείο από την προοπτική της ειρηνικής συνύπαρξης με την άλλη κοινότητα και σε επίπεδο καθηγητών και σε επίπεδο διευθύνσεων και στελεχών του υπουργείου και σε επίπεδο μαθητών και μαθητριών.
Εμείς ως Πλατφόρμα εισηγούμαστε την προώθηση της εκμάθησης της γλώσσας της άλλης κοινότητας με συγκεκριμένα μέτρα στήριξης, όπως πχ την υπενθύμιση ότι και οι δύο γλώσσες είναι γλώσσες του λαού μας. Εισηγούμαστε τακτικές επαφές εκπαιδευτικών και μαθητών και μαθητριών για αλληλογνωριμία αλλά και κοινές εργασίες με αντικείμενο τη χώρα μας, τη γεωγραφία της, τα ιστορικά μνημεία της τη μελέτη της φύσης της και την προστασία της, κλπ. Μια επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στο θέμα της καλλιέργειας της αποδοχής του άλλου θα είναι ασφαλώς χρήσιμη.
Η φανερή ή εμφανής τακτικά αντίσταση στην επαναπροσέγγιση δεν στηρίζεται απλά στην δύναμη της αδράνειας ενός δύσκαμπτου συστήματος. Η γνώση και σεβασμός της άλλης κοινότητας δεν είναι απλά ένας κενός χώρος που πρέπει να γεμίσει. Ο χώρος των εκπαιδευτικών στην ελληνοκυπριακή πλευρά συνδέθηκε με την ιδέα της Ένωσης και μετείχε και καλλιέργησε την αντιπαράθεση με την άλλη κοινότητα. Κάτι αντίστοιχο έχουμε και από την τουρκοκυπριακή πλευρά με σημαντική όμως διαφορά το γεγονός ότι οι τουρκοκύπριοι εκπαιδευτικοί είναι στη πλειοψηφία τους επαναπροσεγγιστές αυτή τη στιγμή τουλάχιστον.
Έχουμε λοιπόν να κάνουμε όχι μόνο με δύο αποξενωμένα συστήματα εκπαίδευσης αλλά με δύο αποξενωμένα και εχθρικά συστήματα εκπαίδευσης.
Επειδή και από τις δύο πλευρές για σκοπούς εναρμόνισης με την Ε.Ε γίνονται προσπάθειες ενσωμάτωσης των πολιτικών του αλληλοσεβασμού, της ανοχής στο διαφορετικό και γενικά της πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης σε επίπεδο εξαγγελιών, εγκυκλίων, στοχοθετήσεων, επιμορφωτικών σεμιναρίων δημιουργείται ένα κάποιο πλαίσιο που διευκολύνει ως ένα βαθμό κάποιες προσεγγιστικές δραστηριότητες αλλά είμαστε πολύ μακριά από τη ουσιαστική, συστηματική γνωριμία της μιας πλευράς από την άλλη και της επιδίωξης κοινών στόχων και συνεργασίας. Κατά κάποιο τρόπο και τα δύο συστήματα κινούνται αργά προς τον «εξευρωπαϊσμό» τους αλλά δεν κοιτάζει το ένα το άλλο.
Ένας λόγος που δυσκολεύει ή και κάνει σχεδόν αδύνατη την επικοινωνία στα εκπαιδευτικά συστήματα από τώρα είναι το ότι η κυβέρνηση μας δεν θέλει να κάνει κινήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κινήσεις αναγνώρισης τουρκοκυπριακού κράτους Κάτι ανάλογο υπάρχει και από την άλλη πλευρά. Θεωρούμε ότι αν υπήρχε ειλικρινής επιθυμία και από τις δύο πλευρές θα ήταν δυνατόν τα πράγματα να προχωρούσαν πιο γρήγορα.
Παλιότερα είχαμε προτείνει η τεχνική υποεπιτροπή για τον πολιτισμό που μετέχει στη διαδικασία των δικοινοτικών συνομιλιών να επεκταθεί και να διευρυνθεί στα θέματα της Παιδείας και να προτείνει μέτρα που θα κινητοποιούσαν εκπαιδευτικούς και μαθητές των δύο κοινοτήτων προς την κατεύθυνση της αλληλογνωριμίας και συνεργασίας, κάτω από την αιγίδα και την ευθύνη του ΟΗΕ ή της ΕΕ και θα προλείαιναν το έδαφος για την συγκρότηση, με τη λύση, ενός δικοινοτικού υπουργείου Παιδείας που θα συντόνιζαν τα υπουργεία Παιδείας των πολιτειών της ομόσπονδης Κύπρου έτσι ώστε να εκπαιδεύουν τους νέους να είναι πολίτες της Κύπρου.
Φυσικά μιλούμε για συντονισμό ακριβώς γιατί τα δύο συστήματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους από πάντα και είναι προσδεμένα στη Παιδεία των μητέρων πατρίδων. Σε ότι αφορά την Κυπριακή Παιδεία η διπλή ένωση με την Τουρκία και την Ελλάδα είχε γίνει πριν ακόμα από την Ανεξαρτησία. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο που πρακτικά σε επίπεδο Παιδείας είμαστε κοντά σε κάτι που μοιάζει με διπλή ένωση. Αυτό ακριβώς δείχνει το ρόλο που μπορεί η Παιδεία να διαδραματίσει. Σε περίπτωση λοιπόν ομοσπονδιακής λύσης θα πρέπει ένα κεντρικό υπουργείο στο οποίο θα διασφαλίζεται η επαρκής παρουσία όλων των κοινοτήτων να εργάζεται έτσι ώστε από την μια οι κοινότητες να κρατούν την συλλογική τους ταυτότητα όπως οι ίδιες την καθορίζουν αλλά από τη άλλη να ενδυναμώνουν την ομοσπονδιακή Κύπρο.
Ακόμα πιο παλιά, πριν ακόμα εξαγγελθεί η μεταρρύθμιση στη Παιδεία, είχαμε προτείνει η τότε επιτροπή των σοφών να διευρυνθεί και να γίνει δικοινοτική έτσι ώστε τουλάχιστον στις συγκρουσιακές πτυχές της Παιδείας να γίνουν κάποιες στοιχειώδεις τομές.
Θα αποτολμήσω στη συνέχεια μια πρόταση η οποία λαμβάνει υπόψη της την απουσία ουσιαστικής βούλησης από την πλευρά των πολιτικών ηγεσιών να σπρώξουν τη Παιδεία προς την κατεύθυνση της δημιουργίας κοινού δικοινοτικού πλαισίου. Κανείς δεν γνωρίζει πότε με ποιους ρυθμούς και πώς ακριβώς θα λυθεί το Κυπριακό ζήτημα. Εμείς φρονούμε ότι η Κύπρος είναι μικρή για να μείνει χωρισμένη και ότι σ αυτή θα ζήσουμε μαζί Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι. Το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.
Έχω την άποψη ότι η βασική εργασία για την ουσιαστική επαφή, τη γνώση του σχολείου της άλλης κοινότητας και τη δημιουργική συνεργασία θα πρέπει να αναληφθεί από τους εκπαιδευτικούς και γενικά τους πολίτες που θέλουν να οικοδομήσουν την ομοσπονδιακή Κύπρο. Η προσπάθεια αυτή μπορεί και θα αποκτήσει αποτελεσματικότητα μέσα στα πλαίσια της ΕΕ και με τη βοήθεια ευρωπαϊκών θεσμών. Είναι δικαίωμα και υποχρέωση μας να χρησιμοποιήσουμε την ιδιότητα μας του πολίτη της ΕΕ έτσι ώστε τουλάχιστον να αποσβένουμε το ΦΠΑ κατά τρόπο εποικοδομητικό.
Παρεμπιπτόντως μια εκστρατεία πολιτών για την καθιέρωση ενός ελάχιστου περιεχομένου ευρωπαϊκού κεκτημένου στη δημόσια Παιδεία θα ήταν ένας πιθανός παραγωγικός δρόμος για το κυπριακό σχολείο. Μια δικοινοτική πρωτοβουλία κυπριακή θα μπορούσε να μπει μπροστά σε μια τέτοια προσπάθεια. Επίσης η εισήγηση που ακολουθεί μπορεί να είναι μέρος αυτής της εκστρατείας γιατί στην ουσία της στοχεύει σε ένα ευρωπαϊκό δημόσιο σχολείο στη χώρα μας.
Δεδομένης λοιπόν της δυσκαμψίας που υπάρχει σε ότι αφορά τη μεταρρύθμιση του σχολείου προς την πολυπολιτισμικότητα και τη δικοινοτική συμφιλίωση θα ήταν χρήσιμη η δημιουργία ενός αυτόκλητου δικοινοτικού σώματος στελεχωμένου με ανεξάρτητους ειδικούς στα της Εκπαίδευσης, ενδεχομένως κάτω από την ομπρέλα ενός ευρωπαϊκού θεσμού το οποίο θα αναλάβει να μελετήσει και να αποκτήσει συγκεκριμένη γνώση των κοινοτικών εκπαιδευτικών συστημάτων, να προωθήσει τη γνώση του ενός από το άλλο, και να προωθήσει τη δημιουργία ενός πλαισίου σύγκλισης ανάμεσα στις δύο κοινότητες.
Στη σκέψη που μόλις ανέφερα οδηγήθηκα βλέποντας τη δουλειά που προσέφεραν μέσα σε αντίξοες συνθήκες μερικές δικοινοτικές οργανώσεις: για παράδειγμα ο Όμιλος Ιστορικού Διαλόγου και Έρευνας ο οποίος αναφορικά με το μάθημα της Ιστορίας έκανε μέσα σε μερικά χρόνια αξιόλογη δουλειά που κανένας επίσημος φορέας δεν έκανε. Μπορώ να αναφερθώ και στην Πλατφόρμα μας η οποία επιμένοντας από το 2004, έφερε σε επαφή πολλούς εκπαιδευτικούς και κράτησε ζωντανή την ελπίδα της επανένωσης μέσα στο χώρο μας. Θα αναφέρω ακόμα τη δικοινοτική Επιτροπή για τους αγνοούμενους που πρόσφερε πολλές υπηρεσίες στη συλλογή πληροφοριών και με τη συνεργασία τους με την Σεβγκιούλ Ουλουτάγκ και πολλούς πολίτες διαδραμάτισε ρόλο που αρμόδιοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να προσφέρουν.
Κυρίες και κύριοι: το κίνημα της επαναπροσέγγισης περνά μια μακρά περίοδο απογοήτευσης. Διάφορες πολιτικές δυνάμεις διέψευσαν κατ’ επανάληψη ελπίδες που επίσης κατ’ επανάληψη ανέλαβαν να ολοκληρώσουν. Όμως όσο δύσκολή φαίνεται η λύση τώρα άλλο τόσο δύσκολο είναι να κρατηθούν οι κοινότητες χωριστές επ’ αόριστο.
Κυρίες και κύριοι: το κίνημα της επαναπροσέγγισης περνά μια μακρά περίοδο απογοήτευσης. Διάφορες πολιτικές δυνάμεις διέψευσαν κατ’ επανάληψη ελπίδες που επίσης κατ’ επανάληψη ανέλαβαν να ολοκληρώσουν. Όμως όσο δύσκολή φαίνεται η λύση τώρα άλλο τόσο δύσκολο είναι να κρατηθούν οι κοινότητες χωριστές επ’ αόριστο.
Ακόμα και σε αυτές τις κακές στιγμές ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας λειτουργεί πλέον πάνω από τα τείχη του διαχωρισμού και δημιουργεί ένα συνενωτικό πόλο μέσα στην κοινωνία. Για πολλούς λόγους οι Κύπριοι δεν μπορέσαμε να εκμεταλλευτούμε την αποσταθεροποίηση του στάτους κβο το 2002-2004. Η αποθάρρυνση υπάρχει γιατί γίνεται αναπόφευκτα μια σύγκριση με εκείνα τα χρόνια. Όμως αν δούμε τα πράγματα ακόμα και από το 1960 και δω οι δικοινοτικές σχέσεις βελτιώνονται, βαθαίνουν και αγγίζουν με διάφορους τρόπους όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Ταυτόχρονα σιγά σιγά αρθρώνεται με αποφασιστικότητα μια κριτική των πολιτικών του παρελθόντος που κάποτε εμφανίζονταν χωρίς αντίλογο ενώ τα πηγάδια μας ξερνούν τεκμήρια των εγκλημάτων μας. Παρά την εκτίμηση που αναφέραμε πιο πάνω σχετικά με την αδυναμία του ελληνοκυπριακού σχολείου να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα αναιρούσαν την εθνικιστική του φυσιογνωμία ακόμα και σε αυτό το χώρο έχουμε μια μειοψηφούσα μεν αλλά καλά παρούσα επαναπροσεγγιστική τάση.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες των δύο κοινοτήτων η επίλυση του Κυπριακού, η ομοσπονδιακή επανένωση της χώρας μας, η ειρήνευση και η αποχώρηση των ξένων στρατών είναι υπόθεση όλης της κοινωνίας. Είναι όμως σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να χαλά ή να κτίζει το μέλλον των παιδιών του, των παιδιών μας.
Ας μη κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας ότι μας κληροδότησαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου