Του Νίκου Τριμικλινιώτη*
Στις 5 Ιουνίου κυκλοφόρησε η Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ως Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων αναφορικά με καταγγελίες κατά της ΠΟΕΔ σχετικά με εγκύκλιό της με θέμα τις επισκέψεις Τουρκοκύπριων μαθητών και δασκάλων στα δημοτικά σχολεία (Αρ. Φακ.: ΑΚΡ 24/2009, ΑΚΡ 28/2009). Στις 17 Φεβρουαρίου 2009 είχα υποβάλει καταγγελία αναφορικά με την κυκλοφορία εγκυκλίου από την Παγκύπρια Οργάνωση Ελλήνων Δασκάλων (στο εξής ΠΟΕΔ) με θέμα τα μέτρα υλοποίησης του στόχου του τρέχοντος σχολικού έτους για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τουρκοκυπρίους, με ιδιαίτερη έμφαση στο μέτρο της πραγματοποίησης επισκέψεων από Τουρκοκύπριους μαθητές και δασκάλους στα δημόσια δημοτικά σχολεία.
Η καταγγελία ήταν ότι η εγκύκλιος της οργάνωσης που καλεί τα μέλη της να «να τηρήσουν σχολαστικά τη θέση της Οργάνωσης, έτσι που να αποφευχθούν οποιαδήποτε προβλήματα» για να εμποδιστεί το μέτρο για προώθηση του στόχου για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης με τους Τ/Κ μέσα από επισκέψεις Τ/Κ εκπαιδευτικών και μαθητών στα δημοτικά σχολεία αποτελεί οδηγία για ρατσιστική διάκριση κατά παράβαση του νόμου που εισάγει την Ευρωπαϊκή Οδηγία κατά των διακρίσεων στην Κύπρο. Η ΠΟΕΔ αναφέρει στην εγκύκλιο ότι «θέση της ΠΟΕΔ είναι πως, στο παρόν στάδιο, δεν μπορεί να γίνονται τέτοιες επισκέψεις».
«Διακρίνω» σημαίνει «ξεχωρίζω ή χειρίζομαι διαφορετικά όταν δεν υπάρχει σχετική διαφορά μεταξύ δύο προσώπων ή καταστάσεων, ή χειρίζομαι το ίδιο καταστάσεις που στην πραγματικότητα διαφέρουν. Οι Ευρωπαϊκές Οδηγίες ενάντια στις διακρίσεις (κι ο νόμος που τις ενσωματώνει στο Κυπριακό δικαϊκό σύστημα) απαγορεύουν τόσο την άμεση όσο και την έμμεση διάκριση και παραθέτουν τον ίδιο ορισμό για τη διάκριση. Άμεση διάκριση υπάρχει όταν ένα άτομο τυγχάνει χειρισμού ή συμπεριφοράς λιγότερο ευνοϊκής από ότι άλλοι τυγχάνουν ή θα ετύγχαναν κάτω από παρόμοιες συνθήκες σε οποιαδήποτε βάση για την οποία η διάκριση απαγορεύεται. Επιπλέον, οι Οδηγίες προνοούν ότι μια οδηγία (instruction) για διάκριση θεωρείται και η ίδια διάκριση και επομένως απαγορεύεται.
Σύμφωνα με την Έκθεση, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Γραμματέας αναφέρουν ότι «η διαφωνία της οργάνωσης ως προς τα μέτρα εφαρμογής του στόχου έγκειται αποκλειστικά στο θέμα των επισκέψεων Τουρκοκύπριων εκπαιδευτικών και μαθητών στα δημόσια δημοτικά σχολεία». Ενώ τονίζουν ότι η εγκύκλιος αποσκοπούσε ακριβώς στην καθοδήγηση των διευθυντών των σχολείων ως προς τον «… τρόπο που… θα έπρεπε να διαχειριστούν το όλο θέμα, ώστε… να διαφυλάξουν την ομαλή λειτουργία των σχολείων και να προστατεύσουν όλους… από αχρείαστη πίεση και άγχος, έτσι που οι δάσκαλοι να επιτελούν το πραγματικό έργο του σχολείου αποτελεσματικά». Στόχος της τοποθέτησης, σύμφωνα με την οργάνωση, ήταν να διασφαλιστεί «η προαγωγή του στόχου… με τρόπο που δε θα προκαλέσει -είτε δικαιολογημένα είτε όχι- τα αισθήματα, τις ευαισθησίες και τους προβληματισμούς δασκάλων ή/ και γονιών». Όπως υποστήριξαν Πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας, λόγω της συνεχιζόμενης κατοχής της πατρίδας μας και της παράλληλης καλλιέργειας στα σχολεία στόχων όπως το «Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι», οι συνθήκες για «μια νέα πολιτική» δεν έχουν ακόμα ωριμάσει «… χωρίς να υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης, παρεξηγήσεων, αντιδράσεων κτλ.». Η αναμόρφωση της κουλτούρας, σύμφωνα με την οργάνωση, απαιτεί «ικανό χρόνο εμπέδωσης και εξέλιξης».
Η πιο πάνω απόπειρα δικαιολόγησης του λόγου για τους οποίους καλεί τα μέλη της η ΠΟΕΔ να μην εφαρμόσουν το μέτρο είναι παντελώς εκτός του νομικού πλαισίου: τέτοιες δικαιολογίες δεν προβλέπονται από νόμο. Η Αρχή κατά του Ρατσισμού των Διακρίσεων δικαιώνει την θέση ότι πρόκειται για ρατσιστική συμπεριφορά, έστω και αν δεν βρήκε το θάρρος να το ορίσει ως τέτοια όπως προνοεί ο νόμος. Συγκεκριμένα η Έκθεση αναφέρει:
«Η συγκεκριμένη ανακοίνωση υποδηλώνει μια δυσπιστία και καχυποψία έναντι των Τουρκοκυπρίων μαθητών και δασκάλων, που δε συνάδει με το γενικό στόχο του Υπουργείου αλλά και με τις δεδηλωμένες επιδιώξεις της ίδιας της Οργάνωσης. Από την άποψη αυτή, και χωρίς να παραγνωρίζω τις ευαισθησίες της ΠΟΕΔ για το συγκεκριμένο θέμα και την παιδεία γενικότερα, έχω την άποψη ότι η αντίδραση υπήρξε βεβιασμένη.»
Επίσης η σχετική Έκθεση της Αρχής αναφέρει:
«Έχω μελετήσει με προσοχή τις ανησυχίες που εκφράζει η οργάνωση ως προς τις συναισθηματικές και άλλες επιπτώσεις που ενδέχεται να προκαλέσει σε μαθητές ή/ και εκπαιδευτικούς η πραγματοποίηση των επισκέψεων Τουρκοκυπρίων στα δημοτικά σχολεία. Υπάρχει, όμως και η θέση, και είναι πεποίθησή μου, ότι επαφές αυτού του τύπου υποβάλλουν αυτονόητα την ιδέα μιας φυσικής επαφής νέων παιδιών των δύο κοινοτήτων μέσω της εκπαίδευσης. Υπό ευνοϊκές συνθήκες, και όχι σε φορτισμένο κλίμα, συμβάλλουν ουσιαστικά στη επαφή των νεότερων μελών των δύο κοινοτήτων και αυξάνουν τις πιθανότητες εκπλήρωσης του γενικότερου στόχου εμπέδωσης κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης. Σε κάθε περίπτωση, ως προς τις ειδικότερες απόψεις για ενδεχόμενη διατάραξη της ομαλότητας από τέτοιες επισκέψεις, θεωρώ ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα έχει τις δυνατότητες πρόληψης, διαχείρισης και αντιμετώπισης οποιωνδήποτε δυσάρεστων συμβάντων με αφορμή τις επισκέψεις αυτές».
Παρά το ορθό σκεπτικό της Έκθεσης, οφείλω να εκφράσω απορία για τον όρο «βεβιασμένη»: τι σημαίνει άραγε αυτή λέξη σε σχέση με την νομοθεσία, η οποία απαιτεί ξεκάθαρη τοποθέτηση για το θέμα των διακρίσεων λόγω φυλής ή εθνοτικής καταγωγής; Ο νόμος απαιτεί από την Επίτροπο ως Αρχή κατά των Διακρίσεων να αποφασίσει αν πρόκειται περί παράνομης διάκρισης ή όχι. Η οργάνωση με τον πιο επίσημο τρόπο σε απάντηση στην Αρχή κατά του Ρατσισμού και των Διακρίσεων, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 2009, παραδέχεται ότι κάλεσε τα μέλη της να προβούν σε πράξεις που αποτελούν άμεση διάκριση απαγορευμένη από τον νόμο: Δηλαδή κάλεσε τα μέλη της να παρεμποδίσουν τις επισκέψεις ή να μην συμμετάσχουν σε προγράμματα επισκέψεων Τουρκοκύπριων μαθητών και δασκάλων στα δημοτικά σχολεία. Πρόκειται για οδηγία (instruction) για διάκριση γιατί ο λόγος ή η συνέπεια για το οποίο καλούνται οι ε/κ εκπαιδευτικοί να μην συμμετέχουν σε επισκέψεις είναι η τ/κ εθνοτική καταγωγή των μαθητών και εκπαιδευτικών επισκεπτών. Η Έκθεση εμμέσως πλην όμως σαφώς τεκμηριώνει τη θέση μου ότι η συγκεκριμένη εγκύκλιος της ΠΟΕΔ αποτελεί (instruction) για άμεση διάκριση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με τίποτε. Οφείλει επομένως η οργάνωση να την ανακαλέσει την εγκύκλιο της, διαφορετικά θα έχει νομικές και πολιτικές συνέπειες στην Κύπρο και την ΕΕ.
*Επιστημονικός Διευθυντής του Παρατηρητηρίου για το Ρατσισμό και τη Ξενοφοβία στη Κύπρο
Οι διάφοροι "επίτροποι" έχουν ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ κι όχι εκτελεστικό ή οποιοδήποτε άλλο ρόλο. Συνεπώς, θα ήταν σοφότερο ίσως να μην επιχειρούμε ΜΕΓΑΛΟΠΟΙΗΣΗ γεγονότων κατά το δοκούν, αλλά να τα παρουσιάζουμε στη σωστή τους διάσταση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΝΕΝΑΣ δεν έκρινε ΕΝΟΧΗ την ΠΟΕΔ. Απλά γίνεται αναφορά στο κατά πόσο παρεκκλίνει ή όχι ή στάση της από τις αποφάσεις του Υπουργείου.
Η ΠΟΕΔ, σαν συνδικαλιστικό όργανο που είναι, έχει ΚΑΘΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ να ΑΝΘΙΣΤΑΤΑΙ στην εργοδοσία (ΥΠ&Π) και τα κελεύσματά της. Εκτός κι αν υπάρξει καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου, είναι τουλάχιστον άνευ ουσίας να μιλούμε για "ενόχους" και "αθώους".
Φιλικά