Δημοσιεύουμε την ομιλία του Παύλου Παύλου, Εκπαιδευτικού - Ερευνητή, στην Αντιφασιστική Ημερίδα, που διοργανώθηκε στις 11/12/2010 από την Αντιφασιστική Πρωτοβουλία.
«Ο Εθνικισμός στην Ελληνοκυπριακή Εκπαίδευση»
Στην Κύπρο δεν μπορούμε να μιλάμε για κοινωνία με την κλασική έννοια. Παράλληλα με τον εδαφικό διαχωρισμό των δυο εθνικών κοινοτήτων από το 1964, χάσαμε και τη δυνατότητα να μετατραπούμε από κοινωνική κοινότητα σε κοινωνία. Η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο έχει να κάνει τόσο με το μέγεθος του πληθυσμού, όσο και με τις συνθήκες: Η παρουσία ενός θεμελιώδους προβλήματος ενισχύει τα χαρακτηριστικά κοινότητας. Η κυρίαρχη ιδεολογία γίνεται πανίσχυρη, οι ανθρώπινες σχέσεις παίρνουν χαρακτήρα συγκαταβατικό και οι αντιλήψεις που αμφισβητούν την κυρίαρχη ιδεολογία περιθωριοποιούνται σχεδόν αυτόματα. Σε μια κοινωνία οι ΜΚΟ έχουν ρόλο και βαρύτητα, η διακίνηση ιδεών έχει αυτονόητους διαύλους, το απρόσωπο σημείο εκκίνησης βοηθά ώστε οι πολίτες να διακρίνονται και να ομαδοποιούνται στη βάση κοινών αντιλήψεων. Σε μια κοινωνική κοινότητα οι κάθετες σχέσεις εξουσίας είναι πιο ισχυρές, οι ανθρώπινες σχέσεις στρογγυλεύουν συνέχεια τις γωνίες και οι πολίτες δύσκολα ομαδοποιούνται στη βάση κοινών αντιλήψεων. Με άλλα λόγια δημιουργούνται συνθήκες του τύπου «όλοι δικοί μας είμαστε»!
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες το εκπαιδευτικό υποσύστημα στην Κύπρο στήθηκε και λειτούργησε με τον ίδιο μονολιθικό τρόπο. Οι παράγοντες που το διαμόρφωσαν ήταν οι εξής:
(α) Πλήρης διαχωρισμός σε εθνικο-θρησκευτική βάση. Οι κάτοικοι της Κύπρου (Ε/Κ και Τ/Κ) ουδέποτε είχαν κοινό εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό κληρονομήθηκε από την περίοδο της Οθωμανικής διοίκησης και γνώρισε μια μόνο εξαίρεση – και αυτή εν μέρει:
(β) Αποδοχή εκ μέρους των Βρετανών του διαχωρισμού των σχολείων, αλλά προσπάθεια δημιουργίας κοινού μηχανισμού διοίκησης, ιδιαίτερα στη Δημοτική εκπαίδευση, από το 1923.
(γ) Η Μέση Εκπαίδευση αφέθηκε στις εθνικές κοινότητες. Στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα αφέθηκε στα χέρια της Εθναρχίας, η οποία την είδε ως ευκαιρία να ελέγχει απόλυτα (με ελάχιστο οικονομικό κόστος) τόσο τις ροές προς τα πάνω κοινωνικά, όσο και το ιδεολογικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης. Στην Τ/Κ κοινότητα, λόγω του Κεμαλισμού, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Ο εθνικιστικός χαρακτήρας δεν πέρασε μέσα από το θρησκευτικό θεσμό.
(δ) Η Ε/Κ εκπαίδευση δομήθηκε στη λογική κυρίως του μετεμφυλιακού συντηρητικού ελληνικού κράτους.
(ε) Με την Ανεξαρτησία κατοχυρώθηκε και συνταγματικά ο διαχωρισμός της εκπαίδευσης σε εθνικο-θρησκευτική βάση. Στην Ε/Κ κοινότητα η Εκκλησία παράδωσε στον εαυτό της τον έλεγχο – υπό τον μανδύα αρχικά της ελεγχόμενης ΕΚΣΚ, και από το 1965 και μετά μέσω του ελεγχόμενου Κράτους.
(στ) Η μετά το 1974 περίοδος απέδειξε ότι οι συνθήκες κοινωνικής κοινότητας – τόσο για Ε/Κ όσο και για Τ/Κ – δεν μπορούσαν να ανατραπούν. Όλες οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες περιορίστηκαν τελικά σε καθαρά τεχνικά ζητήματα. Η ύπαρξη του Κυπριακού ως εκκρεμότητας, καθήλωσε την εκπαίδευση και στις δυο κοινότητες στο επίπεδο του υποσυστήματος της κοινωνικής κοινότητας και δεν επέτρεψε αλλαγές που θα ανταποκρίνονταν στις ανάγκες μιας κοινωνίας.
Επίσημα οι σκοποί και στόχοι της εκπαίδευσης παραμένουν αναλλοίωτα προσηλωμένοι στη λογική του «ποιμνίου» και περιστρέφονται γύρω από τον άξονα «Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη – ‘Δεν ξεχνώ ‘». Η εμπειρία της πορείας προς την Ε.Ε. και τελικά η ένταξη σ’ αυτήν, αντιμετωπίστηκαν συμπληρωματικά και όχι αναθεωρητικά: Προστέθηκαν και προστίθενται νέοι στόχοι με πολυπολιτισμική και δημοκρατική επίφαση. Από τη στιγμή όμως που δεν επικράτησε η λογική της αναθεώρησης της βάσης των σκοπών και στόχων, ότι προστίθεται λειτουργεί ως αφομοιώσιμο υλικό. Και επειδή τα καινούργια στοιχεία χρησιμοποιούνται ως εκσυγχρονιστική πρόφαση αλλά την ίδια στιγμή είναι αντίθετα με τον άξονα «Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη – ‘Δεν ξεχνώ ‘», απλά δε λειτουργούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πολυπολιτισμικότητα, που εμφανιζόταν στα Ε/Κ σχολεία ως περήφανη και χαρωπή σημαιούλα – καμάρι της ευρωπαϊκότητάς μας – ενόσω στα σχολεία μας υπήρχαν ακόμα ελάχιστοι μετανάστες μαθητές, που δεν απειλούσαν τη λογική της εθνικής καθαρότητας. Όταν οι μετανάστες πλήθυναν η πολυπολιτισμικότητα έγινε πρότζεκτ και φλύαρη μελέτη της όποιας υπερσυντηρητικής βοηθού διευθύντριας που κάνει μάστερ στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο για να γίνει επιθεωρήτρια. Και όταν μετά το 2003 μπήκε θέμα συνδυασμού της πολυπολιτισμικότητας με την προσέγγιση με την Τ/Κ κοινότητα, άρχισαν τα εθνικιστικά όργανα να αντισταθμίζουν τον πολυπολιτσμικό βερμπαλισμό με σκληρά μονοπολιτιστικά στοιχεία στα σχολεία. Αυτό που γίνεται σήμερα ήταν η λογική εξέλιξη: Κίνδυνος επίλυσης του Κυπριακού συν περισσότεροι μετανάστες στα σχολεία, ίσον ανοιχτές εθνικιστικές και ρατσιστικές συσπειρώσεις και δράσεις στα σχολεία. Έτσι, αυτό που σε ευρωπαϊκές χώρες είναι σύνθημα περιθωριακών φασιστικών κομμάτων (όπως το «Η Γαλλία των Γάλλων»), στην Κύπρο ήταν και είναι η καρδιά του εκπαιδευτικού συστήματος.
Γραφειοκράτες, καθηγητές και μαθητές είναι διαπαιδαγωγημένοι και διαμορφωμένοι με το κυρίαρχο κομμάτι των στόχων, αυτό των «Ελληνοχριστιανικών ιδεωδών» και του «Δεν Ξεχνώ». Επομένως η αντίσταση σε κάθε βήμα ουσιαστικής μεταρρύθμισης δεν είναι επιτυχία περιθωριακών εθνικιστικών ομάδων. Η ουσιαστική μεταρρύθμιση είναι ξένη με τη λογική και τη φυσιογνωμία του ίδιου του Ε/Κ σχολείου. Μια φυσιογνωμία που έχει εδώ και καιρό εντάξει στο DNA του τη συνακόλουθη ιδέα ως μεταλλαγμένη ιδεολογία: Το «άλλο» είναι κίνδυνος για το «εμείς». Χώρια η μόνιμη παθολογία των προοδευτικών ανθρώπων στο Ε/Κ σχολείο, που το βάζουν μονίμως στα πόδια μόλις εμφανιστεί στην πλατεία ένας εθνικιστής με ντουντούκα.
Όλα αυτά δεν είναι θεωρητικές ασκήσεις επί χάρτου. Είναι καθημερινή πρακτική στα σχολεία από πριν την Ανεξαρτησία, έχουν όνομα και θεωρούνται από τη συντριπτική πλειοψηφία ως αυτονόητα. Όλοι οι εορτασμοί έχουν χρώμα «Δεν ξεχνώ» και ΕΟΚΑ και ερωτοτροπούν με την ενωτική ιδεολογία. Οι μαθητές παρακολουθούν και συμμετέχουν σε τελετές παράδοσης της σημαίας με όρκο στρατιωτικού περιεχομένου και παρελαύνουν εντός και εκτός σχολείου ως άοπλοι (ακόμα) στρατιώτες. Ανήλικοι ορκίζονται να θυσιάσουν τη ζωή τους για να προστατεύσουν το ιερό πανί και με στρατιωτικό βηματισμό υπακούουν στους ήχους εμβατηρίων. Και επειδή οι νέοι δεν στέκονται στα εμπόδια και στην πραγματικότητα, από το «η καλή ένωση δεν έγινε επειδή συνωμοτούν οι κακοί ξένοι εναντίον μας» κρατούν κυρίως το «η καλή Ένωση». Πολλοί απ’ αυτούς θα παραληφθούν στη συνέχεια από ένα δεύτερο, πιο συγκροτημένο φυτώριο εθνικισμού για να ολοκληρώσουν την εθνικιστική – φασιστική τους εκπαίδευση: Θα επιλεγούν σε τάγματα ειδικών δυνάμεων στο στρατό και όταν απολυθούν θα είναι έτοιμοι να ξέρουν να σκοτώνουν, να μη διστάζουν να κτυπούν και να νοσταλγούν τη στράτευση, μεταφέροντας το στρατό μέσα στην κοινωνία. Το σχολείο είναι το προπαρασκευαστήριο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση του φασισμού, το στρατό.
Η δύναμη του εθνικισμού στο Ε/Κ σχολείο είναι συνάρτηση της στερεοποιημένης παράδοσης που το θέλει να ελέγχεται από την Εκκλησία. Σήμερα ο έλεγχος δεν είναι άμεσος, αλλά έχει ήδη αποκτήσει ένα τέτοιο χαρακτήρα που θεωρείται από την ισχυρή πλειοψηφία γονιών, καθηγητών και μαθητών ότι πρέπει λίγο – πολύ να συμβαδίζει με το πνεύμα της Εκκλησίας και κυρίως με τον θρησκευτικό ανορθολογισμό. Οι διδασκόμενες θετικές επιστήμες παράγουν ασκησιοκεντρική γνώση, άρα κινούνται σε ένα ουδέτερο έδαφος στον άξονα σκέψη – μη σκέψη, σε ένα έδαφος που δεν προάγει αρκετά τον ορθολογισμό. Από την άλλη, οι θεωρητικές επιστήμες όπως διδάσκονται στο σχολείο ερωτοτροπούν διαρκώς με τον ανορθολογισμό, άρα επιτελούν κατά βάση ένα φρονηματιστικό ρόλο. Πέρα από τα Θρησκευτικά, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ιστορία, όπου γονείς – καθηγητές – μαθητές, κατά κανόνα θεωρούν αυτονόητο ότι ο στόχος της είναι καθαρά φρονηματιστικός και ότι υπάρχουν πράγματα που πρέπει να τονίζονται και πράγματα που πρέπει να αποσιωπούνται. Άρα, το αποτέλεσμα του μείγματος βαραίνει καθαρά στην πλευρά του ανορθολογισμού. Και αν προσθέσουμε τα όσα γίνονται στο παράλληλο ή κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα, στις εμφάσεις στους εορτασμούς κλπ. το αποτέλεσμα είναι μια καθαρά μεταφυσική εκδοχή του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Μια πλήρης ήττα του διαφωτισμού και του ορθολογισμού.
Ένας από τους βασικότερους λόγους που τα πράγματα δύσκολα αλλάζουν στην εκπαίδευση, είναι η ιδεολογική συμμαχία του Ελληνοκεντρικού Εθνικισμού με τον Ελληνοκυπριακό Τοπικιστικό Εθνικισμό. Η Αριστερά στην Κύπρο από τη δεκαετία του 1960 προσπαθούσε να απαντήσει στον Ελληνοχριστιανισμό και στην Ένωση με την έμφαση στον Κυπριωτισμό. Έτσι συναντήθηκε με δυνάμεις του Κέντρου και της Κεντροδεξιάς - αρχικά μετριοπαθείς - και αντιστάθηκαν στην Ελληνοκεντρική Δεξιά και μέσα από το Κράτος. Αυτό δημιούργησε όμως μια χρόνια αδυναμία αντιπαράθεσης με το Κράτος εκεί που χρειάζεται και στέρησε από την Αριστερά τη δυνατότητα να συσπειρωθεί στιβαρά γύρω από μια δική της πολιτική. Το αποτέλεσμα είναι ότι σήμερα ο Ελληνοκυπριακός Τοπικός Εθνικισμός συμμαχεί με τον Ελληνοχριστιανικό Εθνικισμό (πολιτικά, κόμματα του Κέντρου με την Ακροδεξιά), και η επίσημη Αριστερά μένει αμήχανη. Οι δυο εθνικισμοί δίνουν στους μαθητές την Κυπριακή και την Ελληνική σημαία – πλάι πλάι πια – και η επίσημη Αριστερά προσπαθεί ακόμα να καταλάβει γιατί δεν πείθει αυτά τα παιδιά αντί να ανατριχιάζουν με τη σημαία, να ανατριχιάζουν με το χελλίμ μπουρέκ, το χορό της τατσιάς και τη γέρημην την βράκαν.
Η κοινωνική μας κοινότητα θα γίνει κοινωνία, και η εκπαίδευσή μας θα μπορέσει να κλείσει τον κύκλο της ελληνοχριστιανικής της φυσιογνωμίας, κυρίως μέσω της διαδικασίας επικοινωνίας με την άλλη εθνική κοινότητα. Και ίσως τελεσίδικα μέσα από μια λύση. Μια λύση, που στην περίπτωση της εκπαίδευσης δε θα «χαρίζει» ολοκληρωτικά στις εθνικές κοινότητες την εκπαίδευση όπως γινόταν μέχρι σήμερα, αλλά θα την υπάγει κάτω από ένα κεντρικό, κοινό φορέα, ένα Υπουργείο Παιδείας. Συμβιβασμοί στις αυτονομιστικές δυναμικές θα πρέπει να γίνουν αναπόφευκτα, αλλά θα πρέπει να έχουν όρια. Διαφορετικά, τα σχολεία θα γίνουν για άλλη μια φορά φυτώρια εθνικισμού και ρατσισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου