ΠΡΟΣ
α) Γραφείο Υπουργού Παιδείας (Υπεύθυνος: Κυριάκος Κυριάκου)
β) Επιστημονική Επιτροπή διαμόρφωσης των Αναλυτικών Προγραμμάτων
κ. Γιώργο Τσιάκαλο (Επικεφαλής)
γ) ΣΕΚΦ (υπ' όψιν Γραμματέα Γ. Μύαρη)
Λευκωσία
Θέμα: Παρατηρήσεις σχετικά με την πρόταση της Επιτροπής αναμόρφωσης των Αναλυτικών Προγραμμάτων της Ιστορίας στο Λύκειο
Τα σχόλια που εκφράζονται πιο κάτω ελπίζουμε ότι θα αποτελέσουν μια εποικοδομητική κριτική επί του νέου αναλυτικού προγράμματος για τη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας, το οποίο έδωσε προ ολίγων ημερών στη δημοσιότητα το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Στο πλαίσιο ενός δημόσιου και δημοκρατικού διαλόγου οι διαφορετικές απόψεις μπορούν και πρέπει να είναι θεμιτές, εφόσον το τελικό ζητούμενο είναι η αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης στον τόπο μας. Ως μάχιμοι εκπαιδευτικοί θα ξεκινήσουμε με την αφήγηση κάποιων πραγματικών περιστατικών από την καθημερινή ζωή στο σχολείο, ενώ οι παρατηρήσεις μας θα αφορούν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και συγκεκριμένα στο Λύκειο.
Σίγουρα αποτελεί ζητούμενο η αναμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων και είναι ένα από τα προαπαιτούμενα της μεταρρύθμισης και του εκσυγχρονισμού εκπαιδευτικού συστήματος του τόπου μας. Πιστεύουμε ότι οι εργασίες προχωρούν με επιστημονική μεθοδολογία, με χρονοδιαγράμματα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, με όραμα, με σαφείς στόχους και με δημοκρατικές διαδικασίες για τη λήψη απόφασης. Κι όμως σε πολλούς εκπαιδευτικούς αρχίζει να δημιουργείται η εντύπωση πως τίποτε δεν αλλάζει στη περιεχόμενο και στη διδασκαλία του μαθήματος της Ιστορίας (τουλάχιστον στη δευτεροβάθμια εκπ-ση). Απαιτείται ουσιαστική αλλαγή κι όπως λέει ο ποιητής για την ελευθερία «θέλει αρετήν και τόλμη», στα εκπαιδευτικά θέματα παρατηρούμε ότι αρετή υπάρχει, το ζητούμενο είναι η τόλμη.
Κάθε πραγματική αλλαγή -γι’ αυτούς που τη βιώνουν- εμπεριέχει τα στοιχεία της απώλειας, του άγχους και του αγώνα, και το γεγονός αυτό πρέπει να αναγνωρίζεται ως φυσικό και αναπόφευκτο, σύμφωνα με τον Marris, ενώ και ο Schỏn εκφράζει την ίδια ιδέα όταν αναφέρει πως κάθε πραγματική αλλαγή περνά μέσα από τη ζώνη της αβεβαιότητας (Fullan, 2001, σ.σ. 30-31). Ποιοι όμως είναι αυτοί λοιπόν που πραγματικά φοβούνται την αλλαγή στο αναλυτικό πρόγραμμα της Ιστορίας;
Μήπως όσοι εμμένουν στην εθνοκεντρική αφήγηση της Παγκόσμιας και Ευρωπαϊκής Ιστορίας; Ή όσοι πιστεύουν ότι οι μαθητές είναι ακόμα ανώριμοι για μια πολυπρισματική θεώρηση της Ιστορίας, που θα τους έφερνε σε επαφή και με άλλες ερμηνείες των ιστορικών γεγονότων πέρα από τις κυρίαρχες οι οποίες για χρόνια εν είδει κατήχησης έχουν επιβληθεί κατά τη διδασκαλία της Ιστορίας;
Είναι φανερό ότι το θεωρητικό υπόβαθρο, η φιλοσοφία- οι αρχές στην οποία στηρίζεται η εκπόνησή των νέων αναλυτικών ήταν αποδεκτά απ’ όλους όσοι συμμετείχαν σε όλες τις επιτροπές εκπόνησης των «νέων» αναλυτικών. Παρ’ όλα αυτά παρατηρούμε ότι στην πρόταση που υποβλήθηκε για το μάθημα της Ιστορίας δεν ακολούθησε τις γενικές αρχές του νέου αναλυτικού. Συγκεκριμένα παρατηρούμε ότι:
Δεν παρατηρείται αξιοπρόσεκτη μείωση του όγκου της ύλης.
Η νέα πρόταση ουσιαστικά αντιγράφει το υφιστάμενο αναλυτικό πρόγραμμα.
Εξακολουθεί να ισχύει η λογική της γραμμικής χρονολογικής αφήγησης γεγονότων, κυρίως πολιτικών και πολεμικών εις βάρος της κοινωνικής Ιστορίας και της Ιστορίας του παγκόσμιου πολιτισμού. Έτσι, τα παιδιά ταυτίζουν την Ιστορία με τον πόλεμο και οι πόλεμοι των εθνών καθίστανται η πεμπτουσία της παρουσίας του ανθρώπου στη γη. Ακόμα, με τη λογική αυτή, η πιο ενδιαφέρουσα και σημαντική περίοδος της Ιστορίας της Κύπρου, η περίοδος από το 1878 ως το 1960 και μέχρι σήμερα-γιατί σχετίζεται με τις σημερινές συνθήκες που επικρατούν στον τόπο μας-θα εξακολουθήσει να διδάσκεται στην Γ’ Λυκείου στο τέλος της χρονιάς, ως τελευταίο κεφάλαιο, σε μια χρονική στιγμή που το μόνο πράγμα που απασχολεί τους τελειόφοιτους είναι η έξοδός τους από τη μαθητική ζωή, οι Παγκύπριες Εξετάσεις, οι σπουδές, ή η στρατιωτική θητεία.
Εξακολουθεί να ισχύει η λογική της κάλυψης ενός όγκου ύλης όπως καταγράφεται μέσα στο ένα σχολικό βιβλίο. Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι σχολικές μονάδες έχουν τη δυνατότητα επιλογής του βιβλίου που θα χρησιμοποιήσουν, χωρίς να ξεφεύγουν από το γενικό πλαίσιο που ισχύει για όλη τη χώρα.
Βέβαια στον τόπο μας απέχουμε πολύ ακόμα από το σημείο αυτό, όμως θα ήταν καλό οι σχολικές μονάδες σταδιακά να αποκτήσουν αυτή τη δυνατότητα, στο πλαίσιο μιας περιορισμένης στην αρχή αυτονομίας, η οποία θα σήμαινε αυτόματα τη μετάθεση ενός μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη διδασκαλία στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς και στις ίδιες τις σχολικές μονάδες, καθώς και την ανάληψη της ευθύνης για τα αποτελέσματα των μαθητών τους. Αντί να επικρίνουν κάποια ακατάλληλα για τους μαθητές τους διδακτικά εγχειρίδια, να επιλέγουν συλλογικά άλλα καταλληλότερα, να επιλέγουν διαφόρων ειδών πηγές μ’ έναν έγκαιρο προγραμματισμό. Αυτό μπορεί να εισαχθεί αρχικά σε ορισμένες σχολικές μονάδες, που θα επιδείξουν τον δέοντα ζήλο και σε μια τάξη μόνο. Η επιλογή μπορεί να γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του μαθητικού πληθυσμού της μονάδας τους. Έχουμε την ισχυρή πεποίθηση ότι, αν εγκαταλειφθεί η λογική της γραμμικής αφήγησης της Ιστορίας και η λογική του ενός βιβλίου τουλάχιστον σε μια μόνο τάξη μέχρι να αποφασιστεί ο δεκαετής κύκλος σπουδών (δεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση) -εμπόδιο που επικαλείται η Επιτροπή-αυτό θα σημαίνει την εισαγωγή ενός εντελώς νέου τρόπου διδασκαλίας και μάθησης, που είναι, πιστεύουμε, η ουσία μιας μεταρρύθμισης και όχι μια απλή προσθαφαίρεση ύλης ή μετάθεση διδακτικών περιόδων από ένα κεφάλαιο σ’ ένα άλλο ή συστάσεις προς τους εκπαιδευτικούς για τη χρήση πολλαπλών πηγών, τις επισκέψεις σε μουσεία κ.λ.π., γιατί όλα αυτά πάνε χρόνια και που τα γνωρίζουμε και που τα συζητάμε μεταξύ μας, αλλά που λίγο τα εφαρμόζουμε, αγκυλωμένοι στην κάλυψη της ύλης και παραδομένοι στην ασφάλεια του μοναδικού βιβλίου ‘Ευαγγελίου’. Εάν μειωθεί δραματικά η διδακτέα ύλη και οι σχολικές μονάδες έχουν το δικαίωμα επιλογής μέσα από διάφορους θεματικούς κύκλους-αναφερόμαστε πάντα στο Λύκειο- θα μπορούν να επιλέγουν τους καταλληλότερους για τους μαθητές τους και να εφαρμόσουν όλες εκείνες τις νέες και κυρίως αποδοτικότερες, αλλά και πιο ευχάριστες μεθόδους διδασκαλίας. Όλη η Βυζαντινή περίοδος της Ιστορίας της Κύπρου μπορεί να διδαχτεί μόνο μέσα από το θεματικό κύκλο «Βυζαντινή Τέχνη της Κύπρου» με επισκέψεις σε βυζαντινές εκκλησίες και μουσεία (υπάρχει πλήθος πηγών που μπορούν να αναζητήσουν εκπαιδευτικοί και μαθητές). Οι πόλεμοι των Ελλήνων, που πάντα τους συγχύζουν οι μαθητές μας, μπορούν να ενταχθούν στο θεματικό κύκλο ‘Ιμπεριαλισμός’ (Περσική εκστρατεία κατά των Ελλήνων, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, πόλεμος στο Βιετνάμ κ.ο.κ., με την αποικιοκρατία παράλληλα, σύγχρονη και αρχαία με ένα παγκόσμιο χάρτη (αναφέρουμε κάποια μόνο ενδεικτικά παραδείγματα). Τα γεγονότα, τα αίτια και οι συνέπειες, οι αντιδράσεις των ανθρώπων είναι διαχρονικές, οι μαθητές βλέπουν την Ιστορία στην ολότητά της, ασκούν την κριτική σκέψη, εργάζονται πολυπρισματικά με διάφορες πηγές, κάνουν συγκρίσεις, εντοπίζουν ομοιότητες και διαφορές, αντιλαμβάνονται την ιστορική συνέχεια και την αλλαγή, ξεφεύγοντας επιτέλους από την πλήξη της γραμμικής αφήγησης του ενός μεμονωμένου ιστορικού γεγονότος από το ένα σχολικό εγχειρίδιο. Ή ακόμα, πόσο ενδιαφέρον θα είχε για το μαθητή να δουλέψει σε ενότητες όπως η μετεξέλιξη των αρχαίων κοινωνιών της Ανατολ. Μεσογείου, ο θεσμός της δουλείας, η εμφάνιση και εξέλιξη των θρησκειών στις ακτές της Μεσογείου-κοιτίδας θρησκειών δίνοντας έμφαση στην κατανόηση των διαφορών και των ομοιοτήτων τους, γιατί παρουσιάζουν ομοιότητες, θέτοντας έτσι σε εφαρμογή τις αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, ή ακόμα η εξέλιξη της κατοικίας των ανθρώπων, της διατροφής, της διασκέδασης και τόσων άλλων δραστηριοτήτων που αφορούν το ανθρώπινο γένος. Εκτός και αν, ως εκπαιδευτικό σύστημα, πιστεύουμε ότι ο ρόλος της διδασκαλίας της Ιστορίας είναι να τονίζει στο μαθητή τη μοναδικότητα του δικού μας λαού σ’ αυτόν τον πλανήτη.
Προσωπικά, πιστεύουμε ότι η πρόταση που έχει κατατεθεί από τους Πανεπιστημιακούς για το αναλυτικό πρόγραμμα της Ιστορίας, χρειάζεται να περιλάβει κάποιες ουσιώδεις αλλαγές, κάποιες καινοτομίες, έστω και σε μία τουλάχιστον τάξη σε αρχικό στάδιο, η οποία εισηγούμαστε να είναι η Β΄ Λυκείου ή η Γ΄ Λυκείου (κοινού κορμού), ώστε πραγματικά να μπορεί να αποκαλείται μεταρρυθμιστικό μέτρο, γιατί πιστεύουμε ότι πραγματικά η διδασκαλία της Ιστορίας χρειάζεται τομές για να καταλήξει στο ζητούμενο όλων, εκπαιδευτικών, κοινωνίας και πολιτείας, που δεν είναι άλλο από τη μάθηση των μαθητών μας.
Μαρία Μαυραδά - Λύκειο Λακατάμιας
Βασίλης Καφαντάρης - Λύκειο Παλουριώτισσας vaskaf@gmail.com
(Εκπαιδευτικοί στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση που συμμετείχαν στην Επιτροπή για τη διαμόρφωση των νέων αναλυτικών προγραμμάτων της Ιστορίας.
Λευκωσία
15 Απριλίου 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου