Της Μαρίας Μαυραδά
Οι απόψεις που καταγράφονται πιο κάτω δεν αποτελούν οραματισμούς για ένα απώτερο μέλλον, αλλά εισηγήσεις για εφαρμογή στο άμεσο μέλλον που αναμένεται πολύ σύντομα στην πατρίδα μας. Η αισιοδοξία για μια νέα εποχή σε μια επανενωμένη, ομόσπονδη, ειρηνική Κύπρο, δεν αποτελεί αφελές όραμα κάποιων ρομαντικών της Ιστορίας, αλλά επιβάλλεται ως ανάγκη για ενίσχυση πρώτα πρώτα των δύο ηγετών που φαίνεται ότι καταβάλλουν το άπαν των δυνάμεών τους στις συνομιλίες που μπαίνουν πλέον στην κρισιμότερη φάση τους. Το λιγότερο που οφείλουν να πράξουν τη στιγμή αυτή οι ενεργοί πολίτες στον τόπο μας -και στις δύο πλευρές- είναι να στηρίξουν με την πίστη και την αισιοδοξία τους δύο ηγέτες, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει την απουσία της οποιασδήποτε καλόπιστης και εποικοδομητικής κριτικής.
Ο σκοπός της παιδείας σ’ ένα ομόσπονδο κράτος είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει πρωταρχικά να εξυπηρετεί την επιβίωση του νέου πολιτικού συστήματος. Όσο ο ρόλος της παιδείας θεωρείται καίριος για την επίτευξη λύσης, άλλο τόσο πρέπει να θεωρείται καίριος για τη διατήρησή της. Πέρα από τους γενικούς στόχους της, η παιδεία θα πρέπει να θέσει ειδικούς στόχους, οι οποίοι όχι μόνο θα ανταποκρίνονται στις νέες πραγματικότητες όπως θα διαμορφωθούν, αλλά θα συμβάλλει με το έργο της στη διαμόρφωση τέτοιων συνθηκών, που θα διευκολύνουν τους πολίτες από τη μια να δεχτούν τις νέες πραγματικότητες και από την άλλη να αγωνιστούν για την εφαρμογή τους με τρόπο που να δημιουργεί προοπτικές για ένα καλύτερο αύριο στον ταλαίπωρο λαό μας. Σε μια ενδεχόμενη λύση δεν πρέπει να επαναληφθούν τα λάθη της δεκαετίας του’ 60. Η παιδεία θα πρέπει να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό, καταλυτικό ρόλο για τη δημιουργία πολιτών που θα σέβονται, θα τιμούν το ομόσπονδο κράτος και γενικά θα χαρακτηρίζονται από μια θετική στάση απέναντι στη λύση που θα εφαρμοστεί, ώστε να αγωνιστούν για την περιφρούρησή της, σε περίπτωση που οποιεσδήποτε περιπλοκές ενδέχεται να εμφανιστούν. Η πιθανότητα αυτή, που αποτελεί ένα από τα επιχειρήματα των αντιπάλων της ομοσπονδιακής λύσης, μπορεί να μειωθεί με την επίδραση της παιδείας. Εάν αναγνωρίζουμε ότι στη δημιουργία του κυπριακού προβλήματος συνέβαλε και η παιδεία, είτε κάποιες φορές με τη δράση της, είτε κάποιες φορές με την ουδετερότητά της, τότε θα πρέπει να αγωνιστούμε ώστε η παρέμβασή της στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στον τόπο μας να είναι θετική, με την έννοια ότι θα συμβάλλει στη διατήρηση της ειρήνης στο νέο ομόσπονδο κράτος, γιατί καμιά λύση δεν θα πρέπει να αφεθεί στην τύχη της. Θα πρέπει να λειτουργήσουν και κάποιοι μηχανισμοί υποστήριξης, συστηματικά και μεθοδευμένα και όχι ‘εική και ως έτυχεν’.
Κοινοί στόχοι
Οι επιμέρους πολιτείες που θα αποτελούν το ενωμένο κράτος θα έχουν την ευθύνη της παιδείας. Από αυτό, ακριβώς, το σημείο θα πρέπει να έχει αφετηρία η συνεργασία, να δίνονται οι κατευθύνσεις για τους βασικούς στόχους της παιδείας και στις δύο πολιτείες. Θα είναι, λοιπόν, αναμενόμενο στο ανώτατο αυτό επίπεδο να υπάρχει μια μίνιμουμ κοινή συνισταμένη όσον αφορά στον καθορισμό κάποιων βασικών, κοινών στόχων, στα αναλυτικά προγράμματα, στα διδακτικά εγχειρίδια, στο κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα. Αυτοί οι κεντρικοί άξονες θα δίνουν το στίγμα της παιδείας στο νέο κράτος και θα αποτελούν τους δείκτες για τον καθορισμό των στόχων στις επιμέρους πολιτείες. Καθίσταται, λοιπόν, φανερό, ότι κεντρικός άξονας της παιδείας θα είναι ο σεβασμός της διαφορετικότητας σε όλα τα επίπεδα, εθνικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό, χωρίς βέβαια αυτό να αποβαίνει εις βάρος της διατήρησης της εθνικής μνήμης, της εθνικής κληρονομιάς, της θρησκευτικής συνείδησης και της κουλτούρας των διαφορετικών κοινοτήτων. Θα πρέπει να υιοθετηθεί ένα διαπολιτισμικό μοντέλο εκπαίδευσης. Ως διαπολιτισμική χαρακτηρίζεται γενικότερα εκείνη η εκπαίδευση, η οποία έχει ως στόχο τη διαπολιτισμική επικοινωνία και προσέγγιση, την κατάργηση των διακρίσεων, την αλληλοκατανόηση, την αλληλοαποδοχή και την αλληλεγγύη και απευθύνεται στο σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας, δηλαδή και στην πλειοψηφία, αλλά και σε οποιεσδήποτε μειονοτικές ή πολιτισμικά διαφορετικές ομάδες. Οι αρχές της, σύμφωνα με τον Γεωργογιάννη (2007), είναι οι εξής:
1. Η ενσυναίσθηση, δηλαδή η ανάπτυξη της ικανότητας του μαθητή να κατανοεί τη θέση, τα προβλήματα των άλλων που είναι διαφορετικοί από τον ίδιο. Πρόκειται για ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης μέσα από την αποδόμηση των κοινωνικών αναπαραστάσεων που συμβάλλουν στην προβολή των αλλοδαπών ως ξένων και παρεμποδίζουν την ανάπτυξη διαπολιτισμικών σχέσεων.
2. Η αλληλεγγύη, η οποία υπερβαίνει τα όρια ομάδων, κρατών, φυλών.
3. Ο σεβασμός στην πολιτισμική ετερότητα, που σημαίνει την αποδοχή των άλλων πολιτισμών και τη συμμετοχή τους στο δικό μας πολιτισμό, δηλαδή τη συνύπαρξη και την ανταλλαγή στοιχείων ανάμεσα στους πολιτισμούς επί ίσοις όροις.
4. Η εξάλειψη του εθνικιστικού τρόπου σκέψης και η απαλλαγή από στερεότυπα και προκαταλήψεις ώστε να καταστεί δυνατή η επικοινωνία ανάμεσα στις διαφορετικές κοινότητες.
Στο ομόσπονδο κράτος θα υπάρχουν περιοχές με πλειοψηφία πληθυσμού από τη μια κοινότητα και μειοψηφία από την άλλη. Τα σχολεία θα είναι αμιγώς τουρκοκυπριακά ή αμιγώς ελληνοκυπριακά, δηλαδή όπως ισχύει σήμερα; Ας προβληματιστούμε, λοιπόν, για τις αλλαγές που θα μπορούσαν να επιδιωχθούν στην εκπαίδευση σ’ ένα ομόσπονδο κράτος. Γιατί, επί παραδείγματι, θεωρούμε τιμή μας τη φοίτηση ενός παιδιού, Ελληνοκύπριου ή Τουρκοκύπριου σ’ ένα ξένο σχολείο; Μήπως θα θεωρούσαμε προδοσία τη φοίτηση ενός Τουρκοκύπριου παιδιού σε ελληνικό σχολείο και αντίστροφα, στην περίπτωση ομοσπονδιακής λύσης ή τα πράγματα θα μπορούσαν ν’ αλλάξουν σε σχέση με ό,τι ισχύει σήμερα;
Αναλυτικά προγράμματα και διδακτικά εγχειρίδια
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα καταργηθεί η ελευθερία της κάθε πολιτείας στον καταρτισμό των αναλυτικών προγραμμάτων, εντούτοις θα ήταν απαραίτητη μια αλληλοενημέρωση και συνεργασία σχετικά με το περιεχόμενό τους, ιδίως σε μαθήματα με βαρύνουσα σημασία, όπως αυτό της Ιστορίας, αφού το μάθημα αυτό χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ή χρησιμοποιείται ακόμα ως ένα μέσο για τη διαμόρφωση ή την ενδυνάμωση της εθνικής συνείδησης των μαθητών και στις δύο κοινότητες στην Κύπρο. Θα ήταν παράλογο σ’ ένα ομόσπονδο κράτος μέσω της διδασκαλίας ή των διδακτικών εγχειριδίων της Ιστορίας να δημιουργούμε στο μαθητή την εικόνα του εχθρού για μια κοινότητα με την οποία διατηρούμε ένα κοινό κράτος! Και εννοείται ότι αυτό ισχύει και για τις δύο πλευρές. Η μια κοινότητα θα πρέπει λοιπόν να γνωρίζει τι διδάσκει η άλλη κοινότητα, δηλαδή να έχει τουλάχιστον γνώση των εγχειριδίων που χρησιμοποιούνται, ποιοι είναι οι στόχοι του μαθήματος, να δίδεται έμφαση στη διδασκαλία μέσα από τη χρήση των πηγών ώστε να αποφεύγεται όσο το δυνατό η μονόπλευρη θεώρηση και οι μαθητές να μάθουν να αναζητούν και την αλήθεια του άλλου. Είναι αυτονόητο ότι ο ρόλος των εκπαιδευτικών θα είναι τεράστιας σημασίας, γιατί πέρα από τα οποιαδήποτε νέα σχολικά εγχειρίδια ή εγκυκλίους προερχόμενα από την κεντρική διοίκηση, η τελική χρήση θα παραμένει αποκλειστικά στον εκπαιδευτικό, αφού είναι αυτός που έρχεται σε απευθείας επαφή με το μαθητή και η επίδρασή του στη διαμόρφωση της συνείδησης του παιδιού είναι αδιαμφισβήτητη. Θα πρέπει, λοιπόν, οι εκπαιδευτικοί να είναι ενημερωμένοι, πεπεισμένοι και τελικά σύμφωνοι με το ‘τι διδάσκουμε στα σχολεία, πώς το διδάσκουμε και γιατί το διδάσκουμε’, πράγμα βέβαια δύσκολο-αν κρίνουμε από το σάλο που είχε δημιουργηθεί πρόσφατα για τα νέα βιβλία Ιστορίας- αλλά όχι ακατόρθωτο με προσεγμένες πολιτικές-κομματικές-συνδικαλιστικές παρεμβάσεις και δημοκρατικό εκπαιδευτικό διάλογο, ώστε να επιτευχθεί η χάραξη μιας εκπαιδευτικής πολιτικής αποδεκτής από όλους τους εκπαιδευτικούς στην κάθε κοινότητα. Η παρέμβαση των Πανεπιστημίων θα πρέπει επιτέλους να γίνει φανερή με ισχυρή άποψη σχετικά με την εκπαιδευτική πολιτική, με διοργάνωση επιστημονικών σεμιναρίων-συνεδρίων επί δικοινοτικής βάσεως όπου θα ακούγονται και η ελληνική και η τουρκική και άλλες γλώσσες με στόχο την εξοικείωση όλων των πολιτών του ομόσπονδου κράτους με τη χρήση άλλων γλωσσών, ώστε και στα σχολεία τα παιδιά να επιλέγουν την εκμάθησή τους, γεγονός που θα συμβάλει σημαντικά στην εδραίωση ανθρώπινων σχέσεων φιλίας και στην εν γένει επικοινωνία ανάμεσα στις δύο πολιτείες.
Κρυφό αναλυτικό πρόγραμμα
Η σημασία του λανθάνοντος αναλυτικού προγράμματος δεν πρέπει να υποτιμάται. Αντιθέτως, πρέπει να διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να ενισχύει την αποτελεσματικότητα των στόχων όπως θα καθοριστούν στα νέα αναλυτικά προγράμματα.
Ένα θέμα που αναπόφευκτα θα πρέπει να συζητηθεί είναι ο τρόπος που εορτάζονται οι εθνικές επέτειοι και στις δύο κοινότητες. Οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να υποδαυλίζουν εθνικά πάθη, ανταγωνισμό και μίσος, πράγμα που θα συνιστούσε αντίφαση με τους στόχους όπως έχουν προαναφερθεί και βεβαίως θα τους αναιρούσε σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Αντιθέτως, μια σειρά δραστηριοτήτων στα σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί να ενισχύσει το αίσθημα της συμβίωσης σ’ ένα κοινό κράτος. Οι ανταλλαγές επισκέψεων ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές θα είναι απαραίτητες. Για παράδειγμα με την ευκαιρία σημαντικών θρησκευτικών εορτών, όπως τα Χριστούγεννα ή το Ραμαζάνι θα μπορούσαν ομάδες από ένα σχολείο να επισκεφθούν σχολείο στη άλλη κοινότητα για να παρακολουθήσουν τους εορτασμούς τους και να ανταλλάξουν ευχές, δώρα κ.λ.π. Ακόμα σε κάποιες άλλες επετείους θα μπορούσαν να συμμετάσχουν καλλιτεχνικά σχήματα χορού ή τραγουδιού από την άλλη κοινότητα. Θα μπορούσαν να διοργανωθούν ακόμα κάποιοι διαγωνισμοί για τα παιδιά και από τις δύο πολιτείες ή να αναληφθούν από κοινού κάποιες δραστηριότητες περιβαλλοντικές, αθλητικές διοργανώσεις κ.ο.κ. Επαφές όπως αυτές συμβάλλουν στην αλληλογνωριμία, αφού ευνοούν την επικοινωνία, η οποία είναι πιθανότερο να αναδείξει ομοιότητες ανάμεσα στα παιδιά, μέσα από άλλα στοιχεία της ταυτότητάς τους εκτός από την εθνότητα και τη θρησκεία, όπως είναι η νεαρή ηλικία, η τάση για αντίδραση απέναντι στο κατεστημένο (π.χ. η άρνηση να φορούν σχολική στολή), οι προτιμήσεις σε συγκεκριμένους τρόπους ψυχαγωγίας, κ.ά. Η γνωριμία με το άγνωστο ανοίγει το δρόμο για την άρση του φόβου, των στερεοτύπων και των προκαταλήψεων. Οι ανταλλαγές και οι επαφές ανάμεσα στα σχολεία θα πρέπει να θεωρούνται επιβεβλημένες εκ των πραγμάτων και φυσιολογικές.
Η ομοσπονδιακή λύση που αναζητείται αυτή τη στιγμή στην πατρίδα μας αποτελεί έναν ιστορικό συμβιβασμό και για τις δύο κοινότητες. Η εξεύρεση αυτής της από κοινού αποδεκτής λύσης είναι ο στόχος των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων, αλλά η επιτυχία της εφαρμογής της θα είναι στο χέρι του κάθε πολίτη της ομοσπονδιακής Κύπρου. Οι εκπαιδευτικοί θα έχουν ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης που θα πρέπει να το συνειδητοποιήσουν και να το αναλάβουν ως πατριωτικό καθήκον, γιατί οι αγώνες για την επιβίωση των λαών και για την ειρήνη μπορούν να γίνονται και χωρίς όπλα, που στη δική μας περίπτωση ούτως ή άλλως δεν έφεραν ποτέ τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.