30 Μαΐ 2009

Μια κηδεία που άργησε 35 ολόκληρα χρόνια - συγκλονίζει η συνέντευξη των αδελφών Σουππουρή


Oικογένεια Σουππουρή – Αγνοούμενοι – Σφαγή στο Παλαίκυθρο
Μια κηδεία που άργησε 35 ολόκληρα χρόνια. Τα αδέλφια Πέτρος και Κώστας Σουππουρής, από το Παλαίκυθρο, κηδεύουν την Κυριακή 10 Μαΐου στον ιερό ναό Αποστόλου Βαρνάβα στη Λευκωσία πέντε από τα έξι μέλη της οικογένειας τους, τα οποία δολοφονήθηκαν από νεαρούς Τουρκοκύπριους το πρωί του Σαββάτου της 17ης Αυγούστου του 1974, κατά τη διάρκεια της μαζικής σφαγής άμαχων Ελληνοκυπρίων στο κατεχόμενο χωριό Παλαίκυθρο της επαρχίας Λευκωσίας. Tα λείψανα του Ανδρέα Σουππουρή (πατέρας, 48 ετών), της Αρετής Σουππουρή (μητέρα, 39 ετών), του Δημητράκη Σουππουρή (αδελφός, 6 ετών), της Ιουλίας Σουππουρή (αδελφής, 2 ετών) και της Θέκλας Σουππουρή (θείας, 47 ετών) εντοπίστηκαν πρόσφατα σε ομαδικό τάφο στο Παλαίκυθρο μαζί με άλλα δώδεκα άτομα που δολοφονήθηκαν στο ίδιο περιστατικό και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο του DNA στα πλαίσια των εργασιών που διεξάγει η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ). Πρόκειται για την τρίτη «οικογενειακή κηδεία» θυμάτων της σφαγής του Παλαίκυθρου. Πριν από μερικούς μήνες οι οικογένειες Λιασή και Ιωάννου κήδεψαν τους δικούς τους ανθρώπους, οι οποίοι δολοφονήθηκαν το μαύρο πρωινό της 17ης Αυγούστου του 1974. «Πέρασε πολύς χρόνος, όμως το πιο σημαντικό είναι ότι τα λείψανα των δικών μας έχουν βρεθεί», δήλωσε στο ΚΥΠΕ ο Πέτρος Σουππουρής, πιλότος σήμερα στις Κυπριακές Αερογραμμές, ο οποίος μαζί με τον Γιώργο και την Γιαννούλα Λιασή, ήταν ένας από τους τρεις τραυματίες που κατάφεραν να επιζήσουν παρά τα πολλαπλά τραύματα που τους προκάλεσαν οι σφαίρες των δολοφόνων. «Είναι πολύ βασικό το ότι γίνεται η κηδεία. Τουλάχιστο ξέρουμε τι έγινε», προσθέτει ο Κώστας Σουππουρής, ο οποίος υπηρετεί σήμερα στην Αστυνομική Δύναμη και που κατάφερε τη στιγμή του περιστατικού να ξεγλιστρήσει από τα χέρια των δολοφόνων. Θεωρεί ωστόσο πως «σίγουρα η στιγμή της κηδείας θα είναι συναισθηματικά πιο φορτισμένη». Ζητούμε από τον Πέτρο να περιγράψει τα συναισθήματα του ενόψει της κηδείας. «Πρόκειται για κάτι το οποίο έγινε. Δεν πρέπει συνεχώς να το ανασκαλίζουμε», λέει. «Γνωρίζαμε ότι οι δικοί μας δολοφονήθηκαν. Δεν ήταν αγνοούμενοι. Ευτυχώς που υπήρξε η ΔΕΑ και άνθρωποι όπως οι δημοσιογράφοι Σεβγκιούλ Ουλουντάγ και Ανδρέας Παράσχος οι οποίοι έψαξαν. Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι άνθρωποι, μπορεί ποτέ να μην βρίσκονταν οι άνθρωποι οι οποίοι έθαψαν τους δικούς μας. Οπως επίσης αν δεν υπήρχαν οι επιστημονικές ομάδες και από τις δυο πλευρές οι οποίες έκαναν τις προσπάθειες για την ανεύρεση των λειψάνων και η ταυτοποίηση, ίσως να μέναμε πάντα με την απορία». Οπως διηγείται ο Πέτρος, στις 15 Αυγούστου του 1974, μια μέρα μετά την έναρξη της Β’ φάσης της τουρκικής εισβολής, 3-4 νεαροί Τουρκοκύπριοι πήραν τις αγελάδες από τη φάρμα του Ανδρέα Σουππουρή. Δυο μέρες μετά, το πρωί της 17ης Αυγούστου, ημέρα Σάββατο, οι ίδιοι Τουρκοκύπριοι επέστρεψαν στο σπίτι του Ανδρέα Σουππουρή στο οποίο είχαν βρει καταφύγιο συνολικά 23 άτομα. «Μας έβγαζαν σιγά σιγά από το σπίτι, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, την οικογένεια Λιασή. Ο αδερφός μου κατάφερε να διαφύγει και πήγε στο σπίτι της γιαγιάς. Εγώ και ο αδελφός μου, ο Γιάννης, του οποίου τα λείψανα δεν έχουν βρεθεί ακόμα, βγήκαμε τελευταίοι. Αυτοί συνέχισαν και πυροβολούσαν. Ο ένας μας έβγαλε έξω και οι άλλοι συνέχισαν να πυροβολούν. Τραυματίστηκα κι εγώ. Μετά από 1-2 ώρες ήρθε ο τουρκικός στρατός και μας περιέθαλψαν. Τις επόμενες μέρες συνάντησα τον αδελφό μου τον Κώστα και τις θείες μου. Μετά από λίγες μέρες μας μετέφεραν όλους στο σχολείο της Βώνης και μετά από ένα μήνα ήρθαμε στις ελεύθερες περιοχές». Την ώρα που οι Τουρκοκύπριοι οδηγούσαν τα θύματα στην αυλή του σπιτιού όπου και τα δολοφονούσαν, «ίσως από φόβο, ίσως από ένστικτο», όπως αναφέρει ο ίδιος, ο Κώστας Σουππουρής έτρεξε την ώρα που οι Τουρκοκύπριοι πυροβολούσαν, προς το πλάι του σπιτιού. «Πήδηξα πάνω από τον τοίχο του σπιτιού και κατευθύνθηκα μέσα από τα χωράφια προς το κέντρο του χωριού. Εφτασα στο παρεκκλήσι όπου συνάντησα τις θείες μου. Τους εξήγησα τι έγινε, αυτές προσπάθησαν να με καθησυχάσουν. Αυτά έγιναν το πρωί. Μετά το μακελειό, γύρω στο μεσημέρι όταν ο τουρκικός στρατός μπήκε στο χωριό, μετέφεραν τους τραυματίες σε άλλο σπίτι. Το απόγευμα της ίδιας μέρας μάζεψαν όλο το χωριό στο σπίτι του Τουρουρού όπου και βρήκα τον αδερφό μου. Τους άλλους, τον Γιώργο και τη Γιαννούλα Λιασή τους είχαν φύγει». Η κηδεία της ερχόμενης Κυριακής δεν θα αποτελέσει ωστόσο τον επίλογο της τραγωδίας για την οικογένεια Σουππουρή καθώς στον ομαδικό τάφο βρέθηκαν όλα τα λείψανα των θυμάτων της σφαγής του Παλαίκυθρου εκτός από ένα. Του εννιάχρονου τότε Γιάννη Σουππουρή, αδελφού του Πέτρου και του Κώστα. «Στον τάφο βρέθηκαν όλοι μαζί, και η οικογένεια μας και η οικογένεια Λιασή και η οικογένεια της Μαργαρίτας Λιασή, εκτός από τον αδελφό μου τον Γιάννη που ήταν εννιά χρονών», διηγείται ο Πέτρος και αναφέρει πως με βάση τα όσα τους ανέφεραν οι συγχωριανοί τους, ο αδελφός τους όντως πέθανε κατά τη διάρκεια της σφαγής. «Ομως δεν ξέρουμε πού κατέληξε το πτώμα. Ελπίζουμε να βρεθούν κάποιοι Τούρκοι στρατιώτες που να δώσουν πληροφορίες για να μπορέσουμε να τους βρούμε» προσθέτει και συνεχίζει τη διήγηση: «Οταν πέσαμε από τους πυροβολισμούς, ο αδελφός μου ο Γιάννης βρισκόταν δίπλα μου επί ώρες. Δεν είμαι σίγουρος αν ζούσε αλλά δεν μου φάνηκε να κινείται, ήταν βαριά πληγωμένος, είχε πληγωθεί βαριά και στο μάτι. Μετά όταν πήγαμε στο σπίτι του Τουρουρού, ο Νίκος ο Τουρουρού που ήταν τότε στην ηλικία μου, μας είπε ότι στην αρχή είχε δει τον αδελφό μας να αναπνέει, όμως μετά τον είδε νεκρό». «Ρωτήσαμε τον άνθρωπο που μετέφερε τα πτώματα των δικών μας, όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσους έθαψε, ούτε αν κάποιο πτώμα έπεσε την ώρα της μεταφοράς», προσθέτει ο Κώστας. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει μεταφέρει στα δυο αδέλφια η ΔΕΑ, το λείψανο του αδελφού τους ενδεχομένως να βρίσκεται σε ένα άλλο ομαδικό τάφο ο οποίος βρίσκεται στο Παλαίκυθρο προς την πλευρά του χωριού Εξω Μετόχι. Το πρόβλημα είναι ότι αυτός ο τάφος είναι δύσκολο να ανοιχτεί επειδή φαίνεται πως βρίσκεται κάτω από αυτοκινητόδρομο» εξηγεί ο Πέτρος. Για τους ενόχους αυτού του εγκλήματος ο Πέτρος σημειώνει πως παρόλο που γνωρίζει ότι κάποιοι τους γνωρίζουν, ο ίδιος δεν ρώτησε ούτε καν τα ονόματα τους.
«Η ουσία για μένα είναι τί θα γίνει στο μέλλον» αναφέρει. «Φυσικά οι εγκληματίες δεν παύουν να είναι εγκληματίες. Ομως η ουσία παραμένει το μέλλον και τι θα επιλέξουμε ως Κύπριοι. Να συνεχίσουμε τη βεντέτα και τους σκοτωμούς ή να ενημερωθούμε γι’ αυτά που έγιναν και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε το γιατί έγιναν; Εγώ επέλεξα το δεύτερο». «Το μεγαλείο της ψυχής είναι να μάθει κανείς να συγχωρεί», προσθέτει ο Κώστας, σημειώνοντας πως «παρόλο που ίσως να μη μπορέσει κάποιος να συγχωρήσει τους εγκληματίες, εντούτοις πρέπει να μάθει να κοιτάζει μπροστά». «Το έγκλημα έγινε και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Εγώ πιστεύω πως επειδή αυτοί που σκότωσαν τους δικούς μας ήταν νεαροί 17-18 χρονών, ίσως να μην σκέφτηκαν και πολύ πριν προχωρήσουν σε αυτές τις ωμότητες» αναφέρει, υποδεικνύοντας πως δεν πρέπει να ξεχνιέται και το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία των Τ/κ προωθούσε αυτές τις ενέργειες, δηλαδή, την εκκαθάριση και τη μετακίνηση των Ε/κ από τα κατεχόμενα προς τις ελεύθερες περιοχές. Από τότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα μόνο ο Πέτρος έχει επισκεφτεί το Παλαίκυθρο. ` «Πήγα στο σπίτι μου τρεις φορές. Πήγα και με την οικογένεια μου και τα παιδιά μου». «Οταν σου κλέψουν το σπίτι σου, σου κλέβουν τις αναμνήσεις σου». Ευτυχώς, όπως δήλωσε ο ίδιος, κατά τις επισκέψεις του στο Παλαίκυθρο δεν «ξαναέζησε» το περιστατικό. «Νομίζω ότι η ζωή μας μετά το περιστατικό όταν ζήσαμε με τις θείες μας, μας βοήθησε να το ξεπεράσουμε» προσθέτει. Ο δεκάχρονος τότε Πέτρος και ο οκτάχρονος Κώστας βίωσαν το καλοκαίρι του 1974 μια από τις πιο τραγικές και σκληρές εκφάνσεις της τουρκικής εισβολής. Ξεριζωμένοι και έχοντας χάσει πέντε μέλη της οικογένειας τους, μάνα, πατέρα και τρία αδέλφια και με όσο κουράγιο μπορεί να απομείνει σε ένα παιδί το οποίο βλέπει την οικογένεια του να ξεκληρίζεται μπροστά στα μάτια του, πέρασαν με τους υπόλοιπους συγγενείς τους στις ελεύθερες περιοχές το Σεπτέμβρη του 1974. «Μετά που ήρθαμε στις ελεύθερες περιοχές, μας ανέλαβε ο αδελφός της μάνας μας ο Αντώνης ο Πατάτας και η γυναίκα του η Ελλη και μετά από ένα χρόνο πήγαμε στην αδελφή του πατέρα μας Χρυστάλλα Ανδρέου και στον άντρα της Ανδρέα στα Λατσιά», διηγείται ο Κώστας. «Φοιτήσαμε στο Λύκειο Κύκκου και σπουδάσαμε με τη βοήθεια του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Είχαν έρθει τότε κάποιοι δημοσιογράφοι από την Ελλάδα, ο Γιάννης Μαρίνος και η Ουρανία Λαμψίδου οι οποίοι μας έφεραν σε επαφή με το Ιδρυμα Μποδοσάκη, το οποίο μας παραχώρησε τις υποτροφίες για να σπουδάσουμε». Σήμερα, 35 χρόνια μετά, οικογενειάρχες πλέον και οι δυο - τρία παιδιά έχει ο Κώστας και δυο ο Πέτρος - κι ενώ ετοιμάζονται να κηδέψουν τα λείψανα των δικών τους, η μόνη τους έννοια και ελπίδα είναι να μην επαναληφτούν τα γεγονότα του 1963 -1974. «Ελπίζουμε αυτό που ζήσαμε εμείς να μην ξαναγίνει, έτσι ώστε τα παιδιά μας να μην ζήσουν κάτι τέτοιο» λέει ο Κώστας. «Ελπίζουμε αυτό που έγινε να μην ξαναγίνει και τα λάθη που έγιναν από ορισμένους συμπολίτες και από τις δυο πλευρές να μας να μας γίνουν μάθημα. Μόνο αυτό ελπίζουμε», συμπληρώνει ο Πέτρος.
(από το ΚΥΠΕ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου