Αθήνα, 29. 1. 2009
Θέλουμε πράγματι να γράφουμε και να διδάσκουμε Ιστορία;
Προβολές από την κυπριακή εμπειρία και μια απόπειρα ερμηνείας (1)
Παύλος Παύλου (2)
Φιλόλογος – Μελετητής της Ιστορίας της Εκπαίδευσης
Η αντιπαράθεση διαρκείας που ξέσπασε στην Κύπρο για την Ιστορία
Θέλουμε πράγματι να γράφουμε και να διδάσκουμε Ιστορία;
Προβολές από την κυπριακή εμπειρία και μια απόπειρα ερμηνείας (1)
Παύλος Παύλου (2)
Φιλόλογος – Μελετητής της Ιστορίας της Εκπαίδευσης
Η αντιπαράθεση διαρκείας που ξέσπασε στην Κύπρο για την Ιστορία
Πριν μερικές μέρες αναζωπυρώθηκε στην Κύπρο η συζήτηση για την Ιστορία, με αφορμή ένα επετειακό μήνυμα του Υπουργού Παιδείας. Κάποια κόμματα, οργανώσεις και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου αντέδρασαν έντονα για ένα απόσπασμα του μηνύματος, στο οποίο γινόταν λόγος για δράση «ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών εξτρεμιστικών οργανώσεων» την περίοδο 1963 - 1974. Προφανώς, οι διαμαρτυρόμενοι ήθελαν την αυστηρή παραμονή του υπουργού στο πλαίσιο της επίσημης μέχρι σήμερα εκδοχής για τη σύγχρονη Ιστορία του νησιού. Δηλαδή: «Οι Τουρκοκύπριοι στράφηκαν εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1963, αποχώρησαν από το κράτος, και αυτοαπομονώθηκαν γεωγραφικά μέχρι το 1974 που έγινε η τουρκική εισβολή». Τελεία. Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα συνέβαινε, αν στο κείμενο ο υπουργός έκανε νύξεις – έστω – για τις ευρύτερες ευθύνες των Ελληνοκυπρίων για την περίοδο 1963 - 1974. Ευθύνες όχι απλά «λαθών», αλλά που μεταφράζονται εκτός των άλλων και σε εκατοντάδες νεκρούς και αγνοούμενους Τουρκοκυπρίους, πριν και κατά την τουρκική εισβολή.
Ένα απλό επεισόδιο του δικού μας «πολέμου της Ιστορίας», ή καλύτερα ενός από τους δικούς μας πολέμους της Ιστορίας. Στις δημόσιες εκδοχές για την Ιστορία έχει επικρατήσει η άποψη ότι «ενόσω υφιστάμεθα τις συνέπειες της εισβολής, δεν πρέπει να εξισώνουμε τις ευθύνες των δύο κοινοτήτων για την περίοδο 1963 – 74» [ας πούμε μια λογική ιδιότυπου συμψηφισμού, όπου το περίσσευμα στον ισολογισμό των βασάνων, του πόνου και της δυστυχίας επιβάλλεται απόλυτα ως η αποκλειστική αλήθεια]. Ακούγονται βέβαια και άλλα παρόμοια, τα οποία στον ισολογισμό εντάσσουν και τα 300 χρόνια Τουρκοκρατίας, οπότε το...«πλεόνασμα» της Ελληνοκυπριακής κοινότητας καθίσταται συντριπτικό.
Ο τελευταίος πόλεμος που ξέσπασε στην Ελληνοκυπριακή κοινωνία για την Ιστορία, από τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι συνδεδεμένος τόσο με το πολιτικό σκηνικό (Πρόεδρος από το ΑΚΕΛ, καθόλου αγαστές σχέσεις μεταξύ των συμπολιτευομένων κομμάτων, συστηματοποιημένες δικοινοτικές συνομιλίες για συμβιβαστική λύση του Κυπριακού), όσο και με την εξαγγελία νέας πρωτοβουλίας για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, και την αναδόμηση των Αναλυτικών Προγραμμάτων στη δημόσια εκπαίδευση. Το μείγμα του πολιτικού σκηνικού και της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας, έχει γίνει πια εκρηκτικό. Έτσι, περνάμε στη σφαίρα της υστερίας, οπότε λειτουργούν άλλοι μηχανισμοί, πέραν της λογικής και της επιχειρηματολογίας. Βέβαια, ο ορθολογισμός και η επιστημονική τεκμηρίωση πρέπει προφανώς να εντείνουν τη δημόσια παρουσία τους, αλλά χωρίς την προσδοκία βραχυπρόθεσμης επικράτησης.
Χαρτογραφώντας το πώς το κυπριακό παρελθόν ορίζει σήμερα την Ιστορία
Η Δημόσια Ιστορία ως επιστημονικός κλάδος πια, θεωρεί δεδομένο ότι οι δημόσιες εκδοχές για την Ιστορία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις για το παρελθόν, και το νόημα του ιδίου και της διδασκαλίας του(3). Και αυτές οι αντιλήψεις δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον κόσμο των εκπαιδευτικών, ακόμη και το χώρο των πανεπιστημιακών ιστορικών. Οι χώροι δεν είναι αποστειρωμένοι.
Παραθέτω λοιπόν σε συντομία τη δική μου ερμηνεία για τη διαδρομή και τη διαμόρφωση των σημερινών αντιλήψεων. Περιττό να πω ότι δε θα αποφύγω εντελώς τη συγχρονική ερμηνεία των γεγονότων:
Η ίδρυση του Ελληνικού κράτους το 1832 δίνει ώθηση στην ανάπτυξη της ιδέας του έθνους - κράτους ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους. Αυτό εντείνεται και με το άνοιγμα του Ελληνικού προξενείου στην Κύπρο, το 1846.
Η ιδέα της «εθνικής ολοκλήρωσης» παίρνει χαραχτήρα επιθυμίας για ένωση με την Ελλάδα. Η επιθυμία αυτή εξελίσσεται σε επιτακτικό αίτημα, όταν η Κύπρος περνά στα χέρια της Βρετανίας το 1878.
Η βρετανική αποικιοκρατία (1878 – 1959) – η οποία θεωρήθηκε τα πρώτα χρόνια περισσότερο ως απαλλαγή από την Οθωμανική διοίκηση και μεταβατικό στάδιο στην πορεία προς την ένωση με την Ελλάδα – καθώς και πολλοί άστοχοι βρετανικοί χειρισμοί, εντείνουν την επιθυμία για ένωση.
Από την άλλη, η παράδοση της Κύπρου από τους Οθωμανούς στους Βρετανούς δημιουργεί το έντονο συναίσθημα της ανασφάλειας στους Τουρκοκυπρίους, που προσκολλώνται στη Βρετανική διοίκηση. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, καθόλη τη διάρκεια της αποικιοκρατίας, η τουρκοκυπριακή άρχουσα τάξη συνεργάζεται με τη Βρετανική διοίκηση, και αντιδιαστέλλεται με την Ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Ο αγώνας της ΕΟΚΑ επισημοποιεί το χάσμα ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Η καχυποψία μετατρέπεται σε εχθρότητα. Η δράση της τουρκοκυπριακής ένοπλης οργάνωσης ΤΜΤ εντείνει τα αντίστοιχα συναισθήματα ανάμεσα στους Ε/Κ.
Η περίοδος 1963 – 74 εξελίσσεται σε περίοδο ένοπλων συγκρούσεων των δύο κοινοτήτων. Οι Τουρκοκύπριοι, εν μέρει με πρωτοβουλία της δικής τους ηγεσίας (και κυρίως της «παρακρατικής» ηγεσίας της ΤΜΤ) και εν μέρει λόγω της πολιτικής ένοπλων διωγμών εκ μέρους της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας, αποχωρεί από όλα τα κρατικά όργανα και εγκλείεται σε μικρούς θυλάκους εδάφους. Η περίοδος αυτή εξελίσσεται σε – αποτυχημένη εν τέλει – διαδικασία «εκκαθάρισης» των Τουρκοκυπρίων, από ελληνοκυπριακούς κρατικούς και παρακρατικούς φορείς. Την ίδια περίοδο, ο απόλυτος έλεγχος του αναγνωρισμένου κράτους από τους Ελληνοκυπρίους, εκκολάπτει μια δυναμική οικοδόμησης ενός νέου τύπου ελληνοκυπριακού εθνικισμού: Παράλληλα με τον ελληνοκεντρικό τύπο, που επιδιώκει την ένωση με την Ελλάδα, εμφανίζεται και ο κυπροκεντρικός: Καχύποπτος απέναντι στην Ελλάδα, αλλά μαξιμαλιστικός στο Κυπριακό, με διαμορφούμενο συν τω χρόνω ιδανικό εκείνο ενός «καθαρού» κράτους, ελεγχόμενου αποκλειστικά από Ελληνοκυπρίους.
Το 1974 κορυφώνει το διχασμό των δύο κοινοτήτων με την εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Τα όσα έγιναν (δολοφονίες, βιασμοί, εκτοπισμοί) κατά τις ημέρες της εισβολής, από τα τουρκικά στρατεύματα – αλλά και οι μαζικές δολοφονίες Τουρκοκυπρίων αμάχων από Ελληνοκυπρίους – ολοκληρώνουν το διαχωρισμό. Γεωγραφικό και ψυχολογικό.
Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής διαδραματίζουν ρόλο σημαντικοί παράγοντες, όπως:
1.Η κάπως αργοπορημένη ωρίμανση της ιδέας του Έθνους – Κράτους. Η χρονική υστέρηση, παραμορφώνει το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης και γεννά αντιφάσεις. Η μακρόχρονη μη υλοποίηση του οράματος επιτείνει σχήματα του τύπου «θύτης – θύμα», «δίκαιος – άδικος», «καλός – κακός». Σταδιακά αυτά τα σχήματα τείνουν να γίνουν απόλυτα κυρίαρχα – ιδιαίτερα μετά το 1925 – μιας και εξυπηρετούν ταυτόχρονα και δυνάμεις της κοινωνίας, όπως η άρχουσα τάξη και η Εκκλησία.
2.Η Εκκλησία επί Αγγλοκρατίας βλέπει μέσα από τη διαδικασία εθνικών διεκδικήσεων (που αγνοούν ηθελημένα την άλλη κοινότητα) τη μοναδική δυνατότητα επανάκτησης του προνομιακού ρόλου που είχε επί Οθωμανικής διοίκησης. Γι’ αυτό σταδιακά «θρησκευτικοποιεί» και απολυτοποιεί το αίτημα.
3.Η Κυπριακή κοινωνία υστερεί εξαιρετικά σε επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικών θεσμών και αλφαβητισμού, κατά το μεγαλύτερο μέρος της Αγγλοκρατίας. Είναι σχεδόν αποκλειστικά αγροτική κοινωνία, με μια ισχνή αστική τάξη. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Χ. Ρίχτερ, υπήρξε περίοδος όπου από τους εννέα Ελληνοκύπριους-μέλη του Νομοθετικού (κάτι σαν «Βουλή», που σύστησαν οι Βρετανοί, με κυρίως συμβουλευτικό χαρακτήρα) οι επτά – ανεξαρτήτως επίσημου επαγγέλματος, δικηγόροι και γιατροί κυρίως – έχουν ως κύρια πηγή εισοδήματος τα κέρδη από την ακραίας μορφής τοκογλυφία προς τους αγρότες. Τεράστιες εκτάσεις γης άλλαξαν χέρια, εξαιτίας του φαινομένου της τοκογλυφίας. Φαινόμενο το οποίο ελάχιστα κατάφεραν να ελέγξουν οι Βρετανοί διοικούντες. Μια κοινωνία πολλαπλά ελεγχόμενη λοιπόν.
4.Οι Ελληνοκύπριοι κατέγραψαν ως εχθρική ενέργεια εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων τη για δεκαετίες συνεργασία τους με τους Άγγλους αποικιοκράτες εναντίον τους, και οι Τουρκοκύπριοι είδαν στην ΕΟΚΑ τη δικαίωση των φόβων τους για τις προθέσεις των Ελλληνοκυπρίων.
5.Η ανεξαρτησία το 1960, κληρονόμησε επίσημα και ημιεπίσημα καπετανάτα ενόπλων ομάδων, που περιστρέφονται γύρω από βασικά πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Αντίστοιχες ομάδες (με επικεφαλής την ΤΜΤ) υπήρχαν και ανάμεσα στους Τουρκοκυπρίους. Όλοι εξοπλίζονταν διαρκώς. Στα γεγονότα του 1963-4 διαδραμάτισαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Και από τις δύο πλευρές ημιεπίσημα ή επίσημα. Στην Ελληνοκυπριακή πλευρά με την επίσημη ανάθεση έργου από τον Πρόεδρο Μακάριο και τον υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, ισχυρό άντρα της εποχής.
Η επιβολή κυρίαρχων ερμηνειών για τα γεγονότα
Μετά το 1974, η Ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία σύσσωμη (με αποχρώσεις είναι η αλήθεια) αποδέχθηκε μετά βίας το ομοσπονδιακό μοντέλο λύσης, θεωρώντας το ως το έσχατο σημείο υποχώρησης, στα όρια της προδοσίας. Εδώ να σημειώσουμε ότι το ΄74 αποτελεί καμπή και για την εδραίωση και ανάπτυξη του Κυπροκεντρικού εθνικισμού που ανέφερα προηγουμένως. Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών κατά του Μακαρίου, που προηγήθηκε της τουρκικής εισβολής, αποτέλεσε το αμάρτημα που αποδυνάμωσε σε κάποιο βαθμό τον ελληνοκεντρισμό και ηρωοποίησε το Μακάριο, ανάγοντάς τον σε πρότυπο και ηγέτη του κυπροκεντρικού εθνικισμού. Από την πλευρά τους, οι Τουρκοκύπριοι έπλεαν για ένα διάστημα μετά το 1974 μέσα στη σύγχυση. Από τη μια η θριαμβευτική ερμηνεία των γεγονότων από το καθεστώς τους (Ντενκτάς) για τη σωτηρία τους με την εισβολή του τουρκικού στρατού, από την άλλη ο συνωστισμός για τα ‘φιλέτα’ στην ιδιοποίηση των περιουσιών Ελληνοκυπρίων. Κι όλα αυτά ανάμικτα πάντα με το αίσθημα ενοχής, ανασφάλειας και αβεβαιότητας. Η πάροδος του χρόνου επέτεινε αυτά τα συναισθήματα.
Με εκπληκτική ταχύτητα, από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του ’80, οι προ του ’74 κυρίαρχες τάξεις και στις δύο κοινότητες αποκατέστησαν πλήρως την κυριαρχία τους . Μαζί τους, παγιώθηκε και η αντίστοιχη βολική ερμηνεία για τα γεγονότα που προηγήθηκαν, κι εξοβελίστηκε στο περιθώριο οποιαδήποτε εναλλακτική ερμηνεία ή αμφισβήτηση. Ο στερεοτυπικός λόγος των ΜΜΕ και των πολιτικών, επέβαλε σχεδόν απόλυτα τις επίσημες ερμηνείες. Ακόμη και στο χώρο της Αριστεράς, άρχισαν να γίνονται βήματα σύμπλευσης για να αποφευχθεί η αποξένωση και η περιθωριοποίηση – κατά το δυνατόν. Πριν ακόμα το 1990, η πραγματικότητα διαιρέθηκε στα τέσσερα για την πλειοψηφία των ανθρώπων και στις δύο κοινότητες: Η πραγματικότητα που έζησαν, η πραγματικότητα που νόμιζαν ότι έζησαν, η πραγματικότητα που πίστευαν, και η πραγματικότητα που πίστευαν ότι όφειλαν να πιστεύουν(4). Οι Ελληνοκύπριοι εν ολίγοις διέγραψαν ότι είχε γίνει πριν το 1974, για να μπορούν να θεωρούν τον εαυτό τους ως το αποκλειστικό θύμα. Οι Τουρκοκύπριοι από την άλλη, διόγκωσαν αυτό που έγινε κυρίως από το 1963 μέχρι το 1974, διαγράφοντας το πριν και το μετά. Η επίσημη πολιτική ή προπαγάνδα βρισκόταν για τρεις δεκαετίες σε διαρκή διάλογο με τη συνείδηση του απλού πολίτη. Και πέτυχε την όσμωση, σε μεγάλο βαθμό υπέρ της.
Ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους, οι συνθήκες οικονομικής ανάκαμψης και η ενθάρρυνση της αναζήτησης διεξόδων ατομικών λύσεων, καθώς και το γεγονός ότι ήταν οι ηττημένοι της τελευταίας φάσης της σύγκρουσης (1974), ευνόησαν τη σε μεγάλο βαθμό ρήξη με τον ιστό της προ της εισβολής πραγματικότητας. Όμως, από την άλλη, ανάμεσα στους Τουρκοκύπριους η ανέχεια, η απομόνωση, η ελλειμματική δημοκρατία, έφθειραν σταδιακά και υπόγεια την επίσημη ερμηνεία. Όχι απόλυτα, αλλά αρκετά για να περάσει από τη μεμβράνη της το ιριδίζον φως από την άλλη πλευρά της πραγματικότητας και να αρχίσουν να συνδυάζονται οι ατομικές προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή, με την προοπτική επίλυσης του Κυπριακού και ένταξης της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη. Ένα φωτεινό παράθυρο στον κόσμο.
Η «παρολίγον» ανατροπή
Αρχές της δεκαετίας του 2000. Τα πάντα συνωμότησαν για να προχωρήσουν οι διαδικασίες με το σχέδιο Ανάν και την ένταξη, ώστε να είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού η διέξοδος για τους Τουρκοκυπρίους. Έτσι, το κίνημα ανατροπής ουσιαστικά του παλιού καθεστώτος (Ντενκτάς) – με τις ευλογίες μάλιστα της Άγκυρας – βγήκε στους δρόμους για να διαμορφώσει την πραγματικότητα, αντί να την παρακολουθεί. Κάπως έτσι φτάσαμε στο «ναι» των Τουρκοκυπρίων το 2004.
Από την άλλη πλευρά, οι Ελληνοκύπριοι δεν είχαν ακολουθήσει πορεία παραφθοράς της επίσημης ερμηνείας, αλλά αντίθετα στερεοποίησής της. Η οικονομική ανάπτυξη και τα παρεμφερή., οδήγησαν στο να συνδεθούν τα συμφέροντα όχι μόνο μιας κυρίαρχης ομάδας αλλά και ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας με τη μη λύση (από ιδιοκτήτες γης που θα έχανε – θεωρούσαν – την αξία της με τη λύση, μέχρι δημοσίους υπαλλήλους, αστυφύλακες, στρατιωτικούς, πολίτες συνδεδεμένους με το θεόρατο εκκλησιαστικό κεφάλαιο, κλπ.). Εξάλλου, η προσωπική τύχη και φήμη πολλών πολιτών, ήταν συνδεδεμένη με τη διατήρηση των μύθων και του διαχωρισμού.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2004 είναι γνωστό. Εκείνο που είναι ελάχιστα γνωστό εκτός Κύπρου, είναι το κλίμα που επικράτησε στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα μετά το δημοψήφισμα. Ένα πρωτοφανές κλίμα επιστροφής στη δεκαετία του ’60: Συστηματική καλλιέργεια της προσήλωσης στο καθαρό Ελληνοκυπριακό κράτος, διωγμός – θα τολμούσα να πω – όσων είχαν τοποθετηθεί υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, έμοιαζε περίπου αυτοκαταστροφική ενέργεια η σύμπηξη το Νοέμβριο του 2004 της Πλατφόρμας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εκπαιδευτικών «Ενωμένη Κύπρος». Εξάλλου, ανάμεσα στα πρώτα θύματα του κλίματος αυτού, ήταν και ο ρόλος-λόγος των Μ.Κ.Ο.(5), με συστηματικό και στοχευμένο τρόπο. Εντολές και παρεμβάσεις του ίδιου του Προέδρου Τ. Παπαδόπουλου, δημιούργησαν ένα κλίμα πολύ βαρύ για την «άλλη άποψη». Πρώτος έδωσε το σύνθημα με τη γνωστή φράση για την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», δαχτυλοδείχνοντας όσους ψήφισαν «ναι» στο δημοψήφισμα ως πιθανότατα χρηματισθέντες από αμερικανικές υπηρεσίες! Το σύνθημα ήταν σαφές, και μια πλειάδα από πολιτικούς, δημοσιογράφους, στελέχη κομμάτων, μπήκαν σε μια τετραετή διαδικασία να αποδείξουν ποιος κυνηγά και αναθεματίζει πιο επίμονα τις «μάγισσες», όσους δηλαδή είχαν υπερψηφίσει το σχέδιο Ανάν.
Το κλίμα βέβαια αποδομήθηκε μερικώς μετά τις Προεδρικές εκλογές του 2008 – όχι όμως πλήρως. Η επίσημη Αριστερά είχε ανεχθεί (και πολλές φορές είχε συμβάλει) ως συγκυβέρνηση, στη δημιουργία του κλίματος αστυνομοκρατίας της σκέψης και της άποψης. Έτσι, η πλήρης απάρνηση εκ μέρους της των όσων έγιναν τα τέσσερα χρόνια, κρίνεται φυσιολογικά από τα στελέχη του ΑΚΕΛ ως επιλογή επικίνδυνη για το κόμμα. Έτσι και ο ρόλος των Μ.Κ.Ο. επανήλθε μερικώς, χρειάζεται όμως αρκετό ακόμη χρόνο για να επανακτήσει την επιρροή που είχε στην κοινωνία, ιδιαίτερα την περίοδο 2000 – 2003. Εδώ να σημειώσουμε ότι, η τραγικότητα των επαναπροσεγγιστών – που έχουν αριστερές κατά κανόνα καταβολές – έγκειται στο ότι σε όλη αυτή την πορεία έβλεπαν καθημερινά ως μοναδικό πολιτικό πρώτης γραμμής με σταθερή επαναπροσεγγιστική πολιτική και πολιτική λύσης, τον ηγέτη του κόμματος της Δεξιάς, δηλαδή του ΔΗΣΥ.
Η φύση της σημερινής αντιπαράθεσης
Η εκλογή του ηγέτη του ΑΚΕΛ στην Προεδρία αναπτέρωσε τις ελπίδες για λύση. Σύντομα άρχισαν ξανά οι συνομιλίες, οι οποίες, όσο αργά κι αν προχωρούν, με όσες δυσκολίες κι αν πραγματοποιούνται, αποτελούν ένα γεγονός.
Παράλληλα, άρχισε και μια άλλη διπλή μάχη: Από τη μια η προσπάθεια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού να εντάξει στο εκπαιδευτικό σύστημα δράσεις και διδακτικές πρακτικές που να καλλιεργούν κλίμα συμφιλίωσης και συμβίωσης με τους Τ/Κ, από την άλλη, η αναδόμηση των αναλυτικών προγραμμάτων, με την Ιστορία να βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα.
Το πρώτο δέχθηκε σκληρή κριτική, κυρίως από τα κόμματα που εκπροσωπούν τον κυπροκεντρικό εθνικισμό και από την Εκκλησία. Το Υπουργείο δεν υποχώρησε τυπικά, στην ουσία όμως αυτές οι δράσεις έχουν σε κάποιο βαθμό αδρανοποιηθεί. Επαφίενται σε μια μερίδα «μίλιταντς» στα σχολεία για να τις υλοποιήσουν. Το δεύτερο, άνοιξε μια πρωτοφανή συζήτηση για την Ιστορία και τη διδασκαλία της, η οποία αναζωπυρώνεται με κάθε αφορμή. Κι ενώ έχουμε πολύ δρόμο ακόμη για τη μορφοποίηση έστω της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, οι επιθέσεις κατά του υπουργού και της Κυβέρνησης είναι συνεχείς. Πρόκειται εν πολλοίς για μια σκιαμαχία που δίνει τη δυνατότητα στα συμπολιτευόμενα κόμματα να κάνουν αυτό που πραγματικά θέλουν (να αντιπολιτευθούν δηλαδή έντονα τον Πρόεδρο κυρίως για το Κυπριακό), να συσπειρώσουν τους οπαδούς τους, να συντηρήσουν ένα νόημα στην ύπαρξή τους. Μαζί τους και ακροδεξιές εθνικιστικές ομάδες και οργανώσεις που ξεφυτρώνουν κάθε μήνα σαν μανιτάρια.
Μέσα σε όλη αυτή τη συζήτηση για την Ιστορία και τη διδασκαλία της, το φορτίο της ίδιας της Ιστορίας ως γεγονότα και ερμηνείες, στρογγυλοκάθεται πάνω στο τραπέζι κάθε πτυχής του δημόσιου διαλόγου(6). Τείνω προσωπικά να πιστεύω ότι το ζήτημα δεν είναι απλά οι αντιδράσεις πολιτικών ή τα άρθρα ιστορικών ή δημοσιογράφων που ευθυγραμμίζονται. Μέρος του ζητήματος είναι η παγιωμένη πεποίθηση ότι η διδασκαλία της Ιστορίας έχει νόημα και σκοπό τον εθνικό φρονηματισμό και την εξαγωγή διδαγμάτων. Είναι αυτονόητο ότι τα διδάγματα θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με τα στερεότυπα, άρα η διδασκαλία αποσκοπεί στην επαναβεβαίωση και τελεσίδικη εδραίωσή τους(7). Η φράση «τα γεγονότα είναι εκεί καταγραμμένα, δεν αλλάζουν», ακούγεται σχεδόν καθημερινά στις δημόσιες συζητήσεις. Μια αντίληψη ότι η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας είναι κάτι συντελεσθέν και τελειωθέν. Οι ζωτικοί μύθοι, καθότι ζωτικοί, έχουν μυθική δύναμη(8). Η κάπως αργοπορημένη ωρίμανση της ιδέας του Έθνους – Κράτους. Η χρονική υστέρηση, παραμορφώνει το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης και γεννά αντιφάσεις. Η μακρόχρονη μη υλοποίηση του οράματος επιτείνει σχήματα του τύπου «θύτης – θύμα», «δίκαιος – άδικος», «καλός – κακός». Σταδιακά αυτά τα σχήματα τείνουν να γίνουν απόλυτα κυρίαρχα – ιδιαίτερα μετά το 1925 – μιας και εξυπηρετούν ταυτόχρονα και δυνάμεις της κοινωνίας, όπως η άρχουσα τάξη και η Εκκλησία.
Βέβαια, θα ήταν λάθος να δοθεί η εντύπωση ότι τίποτα δεν κινείται και τίποτα δεν έχει πιθανότητες να αλλάξει. Η διαδικασία υποχώρησης αυτών των αντιλήψεων που κρατούν τη δημόσια ιστορία πολύ μακριά από την επιστήμη και την ορθολογιστική διδακτική πρακτική, έχει αρχίσει. Θα είναι βραδύτατη, και δε θα κινηθεί σε ευθεία γραμμή, αλλά έχει αρχίσει. Σε συνθήκες δε λιγότερο υστερικές, πιθανότατα να επιταχυνθεί. Είναι όμως δύσκολο και για πρακτικούς λόγους να έχουμε αποτελέσματα σύντομα όσον αφορά στα διδακτικά εγχειρίδια, γιατί η κυβέρνηση είναι εξαιρετικά προσεχτική για διάφορους λόγους. Εξάλλου, πολλά θα εξαρτηθούν και από την πορεία των συνομιλιών στο Κυπριακό, και από το κλίμα που θα τις συνοδεύει. Εν πάση περιπτώσει όμως, θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το να παραμείνει η συζήτηση ανοιχτή. Από τις ίδιες τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών στην Κύπρο, προκύπτει ότι η υστερία μπορεί να αντέχει στο χρόνο, να κερδίζει μάχες, χάνει όμως τον πόλεμο όταν η λογική αποδεικνύεται όχι μόνο ανθεκτική αλλά και θαρραλέα, σε ότι αφορά όσους θέλουν να την υπηρετούν.
Στην προσωπική μου απόπειρα ερμηνειών, προσθέτω ακόμη ένα σημείο. Πρόκειται για μια αντίληψη – που εμμέσως αλλά σαφέστατα επηρεάζει και τις προσεγγίσεις για την Ιστορία και τη διδασκαλία της – την οποία θεωρώ αν όχι επικίνδυνη, τουλάχιστον δυσάρεστη: Η Αριστερά στην Κύπρο, φαίνεται να έχει αναπτύξει μέσα στο χρόνο ένα σύνδρομο αντίστασης-προσαρμογής σε σχέση με την πραγματικότητα: Σε αντιδιαστολή με τον κλασικό εθνικισμό της Ακροδεξιάς στις δύο κοινότητες (από τη μια βίαιη προώθηση του ελληνοκυπριακού αιτήματος για ένωση με την Ελλάδα και μετά την ανεξαρτησία, από την άλλη μια τουρκοκυπριακή δυναμική πρόσδεσης στην Τουρκία), αλλά και ως ανάγκη για αποφυγή της αποξένωσής της από τις μάζες των δυο κοινοτήτων, έχει προσανατολιστεί σε μιας μορφής τοπικισμό, που κατά τη γνώμη μου είναι αδιέξοδος. Η ελληνοκυπριακή Αριστερά, θεώρησε ως συνεκτικό κρίκο των δύο κοινοτήτων, αλλά και ως σημείο επαφής της με το χώρο του Κέντρου (που παραδοσιακά είναι κυπροκεντρικά εθνικιστικός στην Ελληνοκυπριακή κοινότητα) την προσκόλληση στην παράδοση, στην κυπριακή ιδιαιτερότητα – και ακόμη περισσότερο στην αναπαραγωγή της. Για αντίστοιχους λόγους μια τέτοια «συνενωτική» ενδοστρεφής τάση παρατηρείται και στην Τουρκοκυπριακή Αριστερά. Όμως, καμιά συμβιωτική λογική δεν μπορεί να οικοδομηθεί στέρεα στην αναπόληση και μυθοποίηση ενός «αγνού, κοινού και ειδυλλιακού» παρελθόντος9, πολύ περισσότερο όταν βαυκαλίζεται κατά τρόπο γκροτέσκο με οριακής αισθητικής πολιτισμικές αναπαραγωγές. Για να μην αναφέρω την αυτόματη ξενοφοβική λογική που παράγει αυτή η τάση. Προσωπικά τη θεωρώ αδιέξοδη.
Κατά τη γνώμη μου, μόνο μια γενναία ματιά στον κόσμο και στους ρυθμούς του, ένα άνοιγμα προς τα έξω, παράλληλα με το άνοιγμα προς τον ‘άλλο’ – Τουρκοκύπριο ή Ελληνοκύπριο – μπορούν να εγγυηθούν ένα νέο πατριωτισμό με συμβιωτικό και συνάμα προοδευτικό περιεχόμενο(10). Η αισθητική της πρόταξης της νέας πολιτότητας – της ιδιότητας δηλαδή του πολίτη σε μια νέα συμβιωτική Κυπριακή Δημοκρατία – είναι μια πρόκληση. Οι αποδοχές και οι παραδοχές του παρελθόντος μπορούν να έχουν νόημα μέσα από την προοπτική ενός μέλλοντος που δε θα αποζητά εναγωνίως την κοινότητα μέσα από το άροτρο του 19ου αιώνα, αλλά θα χαίρεται τη διαφορετικότητα κάτω από τη στέγη μιας Δημοκρατίας-αυτοσκοπού.
Κλείνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω το γεγονός ότι μια πηγή αισιοδοξίας είναι το πλήθος πια των ανθρώπων που αναπτύσσουν την ανθρώπινη επαφή ανάμεσα στις δυο κοινότητες σε καθημερινή βάση. Στα εξαιρετικά δύσκολα χρόνια του καθεστώτος Ντενκτάς, η επικοινωνία ήταν σχεδόν αδύνατη. Χρειαζόταν να μηχανεύεται κανείς διάφορα, ή να καταφεύγει στο εξωτερικό για να συνομιλήσει με συναδέλφους της άλλης κοινότητας. Τώρα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στις δυο κοινότητες που κάνουν πράξη καθημερινά την προσπάθεια για συνεννόηση. Και η επιθυμία τους για οικοδόμηση ενός κοινού μέλλοντος, εκφράζεται και μέσα από την ανάγκη να ακούσουμε ο ένας την εκδοχή του άλλου για την Ιστορία(11). Να εξετάσουμε πρώτα το δικό μας έγκλημα, πριν ζητήσουμε την ταπεινότητα του άλλου για το δικό του.
Στην Πλατφόρμα Ε/Κ και Τ/Κ εκπαιδευτικών «Ενωμένη Κύπρος», συνηθίζουμε να παραφράζουμε τον Άμος Όζ: «Οι τάφοι των προγόνων μας είναι ιεροί. Είμαστε όμως ανοιχτοί στις ερμηνείες του παρελθόντος, γιατί οι ζωές των παιδιών μας είναι πιο ιερές».-
1. Κάποιες απαραίτητες διευκρινίσεις, για όσους δε βιώνουν άμεσα το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα:
Το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα είναι έντονα ανταγωνιστικό, με το βλέμμα μονίμως στραμμένο στις εξετάσεις για τα ΑΕΙ στο τέλος του Λυκείου.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε σταδιακή απόκλιση από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα: Εισάγονται νέοι θεσμοί και νέα διδακτικά αντικείμενα στη βάση της διεθνούς εκπαιδευτικής και επιστημονικής εμπειρίας, ανεξάρτητα από την αντίστοιχη πορεία του ελληνικού σχολείου. Τα σχολικά εγχειρίδια είναι κατά 70% περίπου αυτά που αποστέλλονται από τον ΟΕΔΒ (στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση το ποσοστό είναι μικρότερο απ’ ότι στη Δευτεροβάθμια), και το υπόλοιπο παραγωγή της κυπριακής ΥΑΠ.
Στο μάθημα της Ιστορίας, το πιο πάνω ποσοστό, φαίνεται να αντιστοιχεί τόσο στα εγχειρίδια, όσο και στην έμφαση στην Κυπριακή (30%), Ελληνική (45%) και Ευρωπαϊκή-Παγκόσμια (25%) Ιστορία. Η αντιστοιχία βέβαια δεν είναι ευθεία: Η διαφορετική δομή του αναλυτικού προγράμματος (ιδιαίτερα στο Λύκειο με τον τύπο Ενιαίου Λυκείου που υιοθετήθηκε στο ελληνοκυπριακό σχολείο), οδηγεί σε διαφοροποιήσεις και στον τρόπο αξιοποίησης των εγχειριδίων. Για παράδειγμα, παραδοσιακά, το εγχειρίδιο που διδάσκεται στην Ελλάδα στα τμήματα κοινού κορμού, στην Κύπρο είναι το κύριο εγχειρίδιο και στα τμήματα κατεύθυνσης – όπου δε διδάσκεται καθόλου το αντίστοιχο της κατεύθυνσης του λυκείου της Ελλάδας.
Το Υπουργείο Παιδείας είναι συντηρητικά δομημένο, με τρόπο που να εκφράζει ιδανικά το διαχρονικό βαθύ κράτος. Πολλές επιμέρους αλλαγές ή φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις στο παρελθόν έχουν καταβροχθισθεί σε χρόνο ρεκόρ από τους μηχανισμούς του.
Οι εκπαιδευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις διατηρούν ακόμη αρκετή επιρροή. Μια επιρροή όμως που φθίνει για πολλούς αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους. Ένας απ’ αυτούς φαίνεται να είναι η ραγδαία αποξένωση από την κοινωνία – που μπορεί να μην είναι εντελώς άσχετη με την περισσότερο συντεχνιακή παρά συνδικαλιστική φυσιογνωμία των οργανώσεων αυτών.
Από το 2003 έχει εξαγγελθεί μια μεγαλόπνοη και ριζική μεταρρύθμιση. Η νέα κυβέρνηση δίνει έμφαση στην αναδόμηση των αναλυτικών προγραμμάτων. Στο πλαίσιό της αναμένεται και η συγγραφή νέων σχολικών εγχειριδίων για την Ιστορία. Τα τελευταία – ιδιαίτερα αυτά που θα αφορούν τη νεότερη και σύγχρονη Ιστορία της Κύπρου – έχουν ξεσηκώσει μια θύελλα συζητήσεων, πριν ακόμη οριστεί καν η επιτροπή που θα μελετήσει τα αντίστοιχα αναλυτικά προγράμματα, και πολύ πριν πλησιάσουμε στη στιγμή της συγγραφής τους.
2. Ο Παύλος Παύλου διδάσκει στο Λύκειο Ακρόπολης στη Λευκωσία. Πρόσφατα (2008) εξέδωσε το βιβλίο Δημόσιο Σχολείο - Οδηγίες Κρίσεως. Κριτική προσέγγιση του εκπαιδευτικού συστήματος της Κύπρου. ‘Αφορισμοί’ και προτάσεις, Λευκωσία: Εκδόσεις Πάργα. Είναι ιδρυτικό μέλος της Πλατφόρμας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων Εκπαιδευτικών ‘Ενωμένη Κύπρος’.
3. Για τις δημόσιες χρήσεις της ιστορίας, ενδεικτικά: Φλάϊσερ, Χ., (2008). Οι Πόλεμοι της Μνήμης: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία, Αθήνα: Νεφέλη, Κόκκινος, Γ., (2006). Συμβολικοί Πόλεμοι για την Ιστορία και την Κουλτούρα. Το παράδειγμα της σχολικής ιστορίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Αθήνα: Μεταίχμιο. Επίσης, το αφιέρωμα του περιοδικού Ιστορείν με τίτλο: Public Histories στο Historein, v. 4, 2003-2004, Athens: Nefeli.
4. Αναλογίες βεβαίως (τραυματικό παρελθόν, καθήκον μνήμης, επιλεκτική λήθη, πολιτική σκοπιμότητα και χρησιμοποίηση της ιστορίας) εντοπίζονται σε όλες σχεδόν τις χώρες των Βαλκανίων. Βλ. C. Koulouri, (2002). ‘Introduction’ στο Koulouri, C. (ed.), Clio in the Balkans. The Politics of History Education, Thessaloniki: CDRSEE, σ.σ. 25-35.
5. Ο ρόλος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων στην Κύπρο υπήρξε σημαντικός όσον αφορά την ανάπτυξη επαναπροσεγγιστικών πρακτικών και κοινής δράσης και από τις δυο κοινότητες, σε περιόδους όπου η επαναπροσέγγιση αυτή ήταν πρακτικά πολύ δύσκολη. Ενδεικτικά: P. Loizos, ‘Bicommunal Initiatives and their Contribution to Improved Relations between Turkish and Greek Cypriots’ στο South European Society and Politics, V. 11, No 1, March 2006, σ.σ. 179-194, Makriyianni, C. - Psaltis, C., (2007). ‘The Teaching of History and Reconciliation’ στο The Cyprus Review, 19: 1, σ.σ. 43-69, καθώς και σχετικές αναφορές στα άρθρα των Β. Σακκά, και G. Uludag - K. Ozen στη Νέα Παιδεία τ. 127.
6. Liakos, A., (2008). ‘History Wars: Testing Tolerance’ στο Tolerance and Discriminations in History, CLIOHRESnet (υπό δημοσίευση) και στο http://users.auth.gr/~marrep/PS_REPOUSI/ENG/PUBLICATIONS/History%20Wars%20_%20A.%20Liakos.pdf
7. Repousi, M., (2007). «Politics questions history education. Debates on Greek History Textbooks», Annales de la Société Internationale pour la didactique de l’histoire Yearbook 2006/2007, p. 99-110.
8. Ο E. Hobsbaum επισημαίνει ότι το κλασικό παράδειγμα μιας κουλτούρας ταυτότητας που στηρίζεται πάνω στο παρελθόν μέσω μύθων μεταμφιεσμένων σε ιστορία είναι ο εθνικισμός, θυμίζοντας ότι ο Έρνεστ Ρενάν παρατηρούσε ότι ‘εδώ και περισσότερο από ένα αιώνα η λήθη, ή ακόμα και η παραχάραξη της ιστορίας, αποτελεί ουσιώδη παράγοντα της διαμόρφωσης ενός έθνους, γι αυτό και η πρόοδος των ιστορικών σπουδών αποτελεί συχνά κίνδυνο για μια εθνικότητα’. Βλ. Ε. Hobsbaum, (1998). Για την Ιστορία, μετ. Π. Ματάλας, Αθήνα: Θεμέλιο, σ.σ. 324-325).
9. Kizilyurek, N., (2008). History Teaching and ‘History Wars’ in Cyprus στο http://www.hisdialresearch.org/articles.htm
10. Βλ. άρθρο της Μ. Ρεπούση στην Αυγή (24-3-2007) με τίτλο «Ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά εγχειρίδια ιστορίας» και αντίστοιχα για το εγχείρημα Παλαιστινίων – Ισραηλινών το άρθρο ‘Για την Ιστορία του άλλου’ της ίδιας, στην εφημερίδα Τα Νέα (6-10-2004).
11. Papadakis, Y., (2008). ‘Narrative, Memories and History Education in Divided Cyprus’ στο History and Memory, v. 20, n 2, Fall / Winter 2008, σ.σ.128-148 (και στο http://www.hisdialresearch.org/articles.htm)
Εξαιρετικό κείμενο.Θα μπορούσε μήπως η "Νέα Παιδεία" να μεταφέρει και στην Κύπρο την τόσο αξιόλογη αυτή εκδήλωση;
ΑπάντησηΔιαγραφή